Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Όσα χάθηκαν και χάνονται στο Βαμβακόφυτο.

ΑΣΧΟΛΙΕΣ-ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ-ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ-ΕΡΓΑΛΕΙΑ κ.ά.
Γράφει ο Γιώργος Ηλ. Κέππας
(συνέχεια...)


Σιδηρουργός/Σιδεράς-Καροποιός/Αμαξουργός   



Κατασκεύαζε κυρίως γυνιά(υνιά), τσάπες,κασμάδες, σκεπάρνια, δρεπάνια, μπαλτάδες, κάγκελα, λυχνάρια.


Ο Καράκιολης Ιωάννης, ο Λάζος Ιωάννης του Δημητρίου και ο μεγαλύτερος αδερφός του ομοίως Ιωάννης ήσαν οι τελευταίοι σιδεράδες στο χωριό. Ο τελευταίος μάλιστα για πολλά χρόνια είχε το σιδηρουργείο του στο Σιδηρόκαστρο, ακριβώς κάτω από το γρανιτένιο βράχο Ισάρι.

Ο Καράκιολης Ιωάννης, πρέπει να τονισθεί,ήταν πολυτεχνίτης. Κατασκεύαζε ακόμα και κάρα.
Στους περισσότερους είναι γνωστό το κάρο ή κάρρο( ορθότερη γραφή) και μάλιστα στην παλιά του μορφή, αλλά για τους νεώτερους που πιθανόν και να μην έτυχε να δουν,το κάρρο

είναι ένα ξύλινο ακάλυπτο όχημα δίτροχο ή τετράτροχο, που σύρεται από άλογο, μουλάρι, δυο βόδια ή δυο αγελάδες.



Αγελαδάρης

     Ήταν ο αγελαδοβοσκός του χωριού, αλλά γενικά και βοσκός  κάθε άλλου οικόσιτου ζώου.     Όποια από τα ζώα τους οι γεωργοί δεν χρειάζονταν για τις δουλειές τους, τα παρέδιδαν για βοσκή στον αγελαδάρη σε μια μεγάλη αλάνα, στη νοτιοδυτική είσοδο του χωριού, όπου σήμερα είναι η κεντρική πλατεία του χωριού και τα γραφεία της Κοινότητας. Ο αγελαδάρης παρελάμβανε    με ευθύνη του τα ζώα και τα οδηγούσε στο λιβάδι, το μερά όπως το έλεγαν στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα (ετυμολογία: τούρκικη λέξη  mera=κάμπος, λιβάδι).
     Τα ζώα έβοσκαν όλη μέρα ελεύθερα. Ο αγελαδάρης τα πρόσεχε και παράλληλα έβγαζε νερό από το πηγάδι, γέμιζε τις ποτίστρες και τουλάχιστον δύο φορές πότιζε τα ζώα. Με το ηλιοβασίλεμα έφερνε τα ζώα μέχρι την είσοδο του χωριού και αυτά μόνα τους επέστρεφαν στα σπίτια των ιδιοκτητών τους.
     Αξιοσημείωτο είναι, ότι στο κοπάδι ελάχιστες ήταν οι αγελάδες , ενώ  περισσότερα ήταν τα βόδια. Και τούτο διότι τα βόδια σαν πιο δυνατά ζώα ήταν και περισσότερο κατάλληλα για τις αγροτικές δουλειές.
     Η αμοιβή του αγελαδάρη ήταν σε είδος και ανάλογα με τον αριθμό των ζώων του καθενός. Η προφορική-πάντα- συμφωνία περιελάμβανε  σιτηρά, αλεύρι, χοιρινό κρέας, αβγά και οποιοδήποτε άλλο γεωργικό προϊόν.
     Από τους παλιούς αγελαδάρηδες αναφέρονται οι: Ανδρής(Όλκιας) Πασχάλης, Πόντας Στέφανος, Γκένιος Νίκος, Σίμος Κωνσταντίνος(Δημητρίου) και Ηλίας Γκένιος με τον Γιάννη Σλιάκας.

Γανωτής/ Γανωτζής/ Γανωματής/Καλαϊτζής
     Ο γανωτής ήταν ένας ειδικός τεχνίτης, που γάνωνε (επικασσιτέρωνε) με κασσίτερο(καλάι) την επιφάνεια διαφόρων  μεταλλικών αλλά κυρίως χάλκινων (μπακιρένιων) σκευών οικιακής και μαγειρικής χρήσεως δηλ. μαχαίρια, κουτάλια, πιρούνια, τεντζερέδες (χύτρες) κατσαρόλες, τηγάνια, ταψιά, μπρίκια, για να προφυλαχτούν από τη σκουριά και γενικά από οποιαδήποτε διάβρωση,  επικίνδυνη για την υγεία. Αυτοδίδακτοι ήταν οι περισσότεροι γανωτήδες και από γενιά σε γενιά μετέδιδαν τη τέχνη τους. Πλανόδιοι οι περισσότεροι  γύριζαν την Ελλάδα από χωριό σε χωριό.
     Στο χωριό μας- σαν να ήταν χθες- ακούω ακόμα τη φωνή του γανωτή που γύριζε στους δρόμους: «Ο γανωτήηηηηης, κουτάλια, πιρούνια, μπακίρια  γανώνωωω» !
     Κάποτε ήρθε ένας γανωτής και κάθισε αρκετά χρόνια σε σπίτι που του παραχώρησε συγχωριανός μας. Κώστα τον έλεγαν. Άνθρωπος απλός και  καλοσυνάτος. Έκανε φίλους στο χωριό, βάφτισε παιδιά. Από τα παιδιά του θυμάμαι τον Δημήτρη, Παναγιώτη και Αλέξανδρο. Σκηνίτης μάλλον στο επώνυμο, (χωρίς να είμαι βέβαιος γι αυτό). Είχε το εργαστήρι του απέναντι και νοτιοδυτικά του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου. Πηγαίναμε-παιδιά του Δημοτικού την δεκαετία του ‘50- και παρακολουθούσαμε τη διαδικασία του γανώματος.    Ήταν ανθυγιεινή η δουλειά του γανωτή, με το καλάι(κασσίτερος), το  νησαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), το σπίρτο(υδροχλωρικό οξύ) και το χαμηλό μαγκάλι ή γκαζιέρα όπου άναβε φωτιά για να λιώσει το καλάι και για να πυρώνει τα προς γάνωμα σκεύη. Για το καθάρισμα των σκευών χρησιμοποιούσε μια συρματόβουρτσα και άμμο ή στάχτη με νερό. Τα καζάνια τα καθάριζε μπαίνοντας μέσα με γυμνά μέχρι τα γόνατα πόδια του. Θυμάμαι, όταν γάνωνε μικρά σκεύη-κουτάλια, πιρούνια, μαχαίρια-τα έπιανε ένα ένα με μια τσιμπίδα και τα βουτούσε πρώτα στο νησαντήρι(χλωριούχο αμμώνιο) για να κολλήσει το καλάι στο σκεύος και μετά στο πυρωμένο καλάι. Στο τέλος σκούπιζε τα σκεύη με ένα βαμβάκι ή βαμβακερό ύφασμα για να γυαλίζουν. Η πληρωμή της δουλειάς του γανωτή γινόταν σπάνια σε χρήμα. Κυρίως ήταν σε είδος, σιτάρι, καλαμπόκι, αλεύρι, βαμβάκι, αβγά, χοιρινό.

     Σήμερα τα οικιακά σκεύη είναι ανοξείδωτα, εμαγιέ, πορσελάνινα και πλαστικά. Η δουλειά του  γανωτή έσβησε. Θα μείνει όμως χαραγμένη στη μνήμη των μεγαλυτέρων και στα βιβλία της λαογραφίας μας.

    

Ο Μορφωτικός Λαογραφικός Όμιλος του χωριού με τα παραδοσιακά καρναβάλια (μπαμπούγερα) α
ναπαριστά και σατιρίζει καταστάσεις και παλιά επαγγέλματα. Μεταξύ αυτών και το Γανωτή.


 

 

 

 


 
Σημείωση Συντάκτου:

Εάν κανείς έχει και άλλα  ακούσματα ή διαβάσματα ή έστω διαφωνίες σχετικά με τα θέματα που καταγράφω, ας μου τηλεφωνήσει ή ας μου στείλει mail με τις απόψεις του και τις καταθέτω, αφού πρώτα διασταυρωθούν και αποδειχτεί η εγκυρότητα τους.

(Γιώργος Ηλ. Κέππας τηλ. 2323 051448, φορητό: 6984452074, e-mail: keppas@hotmail.com).

 Τα παραπάνω  δημοσιεύτηκαν και στην εφημερίδα "Τύπος Σιντικής & Ηρακλείας" φύλλο 149/25.04.2013

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου