Γλωσσικό ιδίωμα

Γράφει ο Γιώργος Ηλ. Κέππας

    Η γλώσσα συνεννόησης επί οθωμανικής κατοχής των υποδούλων λαών ήταν ένα συνονθύλευμα, μια επιμειξία γλωσσών και διαλέκτων μεταξύ των απλών και αγραμμάτων ανθρώπων.
    Στο χωριό μας δεχτήκαμε κυρίως επιδράσεις από την τουρκική και τη σλαβική, αλλά και από άλλες γλώσσες, ιταλική, βλάχικη, αρβανίτικη κ.α.
    Μεταφέραμε τις ξένες λέξεις στη γλώσσα μας,τις περισσότερες τις παραφράσαμε και τις ελληνοποιήσαμε προσθέτοντας ελληνικές καταλήξεις και άλλες βουλγαροποιήσαμε προσθέτοντας βουλγαρικές καταλήξεις και άρθρα.
    Δεν μπορούμε να την ονομάσουμε διάλεκτο, αλλά περισσότερο είναι ένα ιδιότυπο ιδίωμα, μια μιξογλωσσιά, μια ιδιόρρυθμη, ιδιαίτερη γλωσσολαλιά, που είναι καταληπτή στους κατοίκους του χωριού. Και πρέπει να τονιστεί, πως έχει μόνο προφορική μορφή το γλωσσικό αυτό ιδίωμα, που διαφέρει από το σλαβικό που μιλούν σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας.
    Είναι λοιπόν ένα δημιούργημα της τοπικής κοινωνίας του χωριού στο διάβα των εκατοντάδων χρόνων.

Γραμματικά στοιχεία και κανόνες του τοπικού ιδιώματος

Για τη σωστή προφορά των λέξεων του γλωσσικού ιδιώματος ακολουθούν απλοί γραμματικοί κανόνες και τύποι.

1. Το τοπικό ιδίωμα περιλαμβάνει κυρίως λέξεις του καθημερινού βίου

2. Παρατηρούμε πολλές-εκατοντάδες θα λέγαμε- λέξεις με ρίζες αντιστοίχως ελληνικής, κυρίως τουρκικής  και βουλγαρικής γλώσσας, να τις αποδίδουμε-ερμηνεύουμε διαφορετικά. Ακόμα και σε άλλες ελληνικές περιοχές όπου ομιλούν κάποιο παρόμοιο ιδίωμα, παρατηρούμε τις ίδιες λέξεις να τις ερμηνεύουνε διαφορετικά. Αυτό συμβαίνει συχνά με το νταρνάκικο ιδίωμα. Π.χ. κούμα στη βουλγαρική σημαίνει κουμπάρα, ενώ στο τοπικό ιδίωμα αποδίδουμε το κουμπάρα με τη λέξη κουμίτσα. τρένο στη βουλγαρική είναι βλάκα και στο ιδίωμα παμπόρ. κνίγκα στη βουλγαρική σημαίνει βιβλίο, ενώ στο ιδίωμα το λέμε και με την έννοια του χαρτιού και τετραδίου. Στη βουλγ. το τετράδιο το παίρνουν από την ελληνική γλώσσα και το λένε τετράντκα. Στένα και στενίτσια 1. στη βουλγ. σημαίνει τοίχος-οι 2. στο ιδίωμα λέμε  στανίτσια (στα και όχι στε) για τοιχώματα, πλευρές κοιλωμάτων, αλλά ντουβάρ-ντουβάρτιου (τουρκ. ρ.) για τον τοίχο και  τους τοίχους.

3. Παρατηρούμε αλλαγές στις καταλήξεις, στις ρίζες των λέξεων και στον τονισμό. Το τελευταίο ή τα τελευταία γράμματα σε πολλές λέξεις αποβάλλονται και μερικές φορές αντικαθίστανται με κατάληξη βουλγαρική ή το βουλγαρικό άρθρο.

4. Πολλές λέξεις και της σλαβοβουλγαρικής γλώσσας έχουν ρίζες τουρκικές. Για τους ίδιους λόγους που ήδη έχω αναφέρει.

5. Η παχιά προφορά ενός γράμματος ελληνικού ή ξένου θα γράφεται με παχύ το γράμμα, π.χ. σ , ζ. Το παχύ ν θα προφέρεται όπως στη λέξη νιάτα.

6. Στις τουρκικές λέξεις το c προφέρεται σαν παχύ σ.

7. Ο τόνος σε σύμφωνο σημαίνει, ότι πρέπει να τονιστεί το σύμφωνο.

8. ντ, προφέρεται όπως στη λέξη ντομάτα.

9. δ και θ, στο τοπικό ξενικό ιδίωμα δεν υπάρχουν λέξεις που να  αρχίζουν από δ ή θ .

10. (τα), (το), σε παρένθεση δηλώνουν τα άρθρα. Είναι τα βουλγαρικά άρθρα που επιτάσσονται των λέξεων (μπαίνουν στο τέλος των λέξεων).

11. αμ, ρηματική κατάληξη, αρέσουβαμ, προκόψαμ.

12. j, όταν μπαίνει αυτό το ξένο γράμμα(γιότ) στη λέξη, τότε με το προηγούμενό του προφέρεται χοντρά και με ήχο που πλησιάζει στο  -ι-  χωρίς όμως να ακούγεται καθαρά το -ι- 

13. (ι), το ι σε παρένθεση και στο τέλος της λέξεως ακούγεται πολύ ελαφρά.

 

Γλωσσάρι του τοπικού ιδιώματος
 
Παρατηρούμε στις 112 λέξεις του γράμματος Α που ακολουθούν, μόνο 3 έχουν ρίζα βουλγαρική-σλαβική. Από τις υπόλοιπες οι περισσότερες έχουν ρίζα ελληνική ή τουρκική.

Α

α, α;                 ναι, λέγε, ορίστε;(για απάντηση καταφατική).

α-(άε)*ρ           αχούρι, σταύλος
                        [ετυμ.τουρκ. ahir< αρχ. ελλην. άχυρον, σλαβ. όμπορ].
*(αε) προφέρεται μεταξύ α και ε

αβά                  χαβάς, ρυθμός, μελωδία, μουσικός σκοπός, επανάληψη ίδιων λόγων, πράξεων ή συμπεριφοράς.
                        [ετυμ. τουρκ. hava].

αβαλέ               1. διοικητική διαίρεση, περιφέρεια, μέλος 2. στο τοπ. ιδ. είναι παρατσούκλι.
[ετυμ. τουρκ. eyelet].

αβαρία             ζημιά, βλάβη πλοίου εν πλω. Βουλγ.αβαρία.
                        [ετυμ. ιταλ.avaria<awar αραβ.=βλάβη].

αβάτα               1. ατμόσφαιρα 2. αέρας
                        [ετυμ. τουρκ. hava].

Άβγουστ          Αύγουστος
                        [ετυμ. λατ.Augustus].

aβιάρj              χαβιάρι, διατηρημένα αβγά ψαριών, αβγοτάραχο.
                        [ετυμ. τουρκ. havyar<ελλην. τάριχος=αβγό].

αγά(τα)            ο αγάς, ο κύριος, ο αφέντης. Στο τοπ. γλωσ. ιδ. με την έννοια του δεσποτικού, του καταπιεστή και με ειρωνική διάθεση.
                        [ετυμ. αρχ. ελλην. άγω=οδηγώ, κατευθύνω>τουρκ.aga].

Άγγελ               Άγγελος
                        [ετυμ. ελλην. Άγγελος].

αγγαρεία          καταναγκαστική εργασία που δεν πληρώνεται.
                        [ετυμ. περσικό άγγαρος= έφιππος ταχυδρόμος].

αγκιάσαμ         αγιάζω

αγκιάσμο         αγιασμός

άγκνε               αρνί
                        [ετυμ. ελλην. αγνός]

αγκριέψα          αγρίεψε, στη φράση:σα αγριέψα=αγρίεψε.

αγκρυπνία        αγρυπνία
                        [ετυμ. αρχ. ελλην.άγρυπνος].

αέλ(ι)               χέλι
                        [ετυμ. αρχ. έγχέλειον].

άι                     εντάξει, καλά,πάμε.

α ιάρ                ρύθμιση, ευθυγράμμιση, ζυγοστάθμιση,ισορρόπηση.
                        [ετυμ. τουρκ. ayar].

αϊάτ                  χαγιάτι, σκεπαστός ανοιχτός εξώστης στο εξωτερικό μέρος παραδοσιακού σπιτιού, κάτι σαν τη σημερινή πιλοτή της πολυκατοικίας. που αϊάτου= κάτω από το χαγιάτι.
                        [ετυμ. τουρκ. hayat].

αϊβάν
& χαϊβάν στο τοπ. ιδίωμα (μτφ) χαϊβάνι, χαζός, βλάκας,
                        [ετυμ. τουρκ. hayvan =ζώο,κτήνος ].

αϊ  βε               έκφραση αδιαφορίας, δυσπιστίας, δυσφορία, άρνησης.
                        παράτα με, άφησέ με.
                        [ετυμ. αρχ. άγε].

αϊλιάκ              εύκαιρος, χασομέρης, ακαμάτης. Στο νταρνακ. γλωσσ. άεργος.
                        [ετυμ.τουρκ.aylak].

αι μπακαλ΄μ     έκφραση που δηλώνει ξεκίνημα, εμπρός λοιπόν.
                        [ετυμ. τουρκ. λ.].

άιντε                επιφων.άντε, εμπρός, πήγαινε.
                        [ετυμ.αρχ.ελλην.άγε δη].

αίρ(ι)                χαίρι, εξέλιξη προς το καλύτερο, ευδοκίμηση, προκοπή
                        [ετυμ. τουρκ. hayir].    

aϊράνj               αϊράνι, ξυνόγαλα.
[ετυμ. τουρκ.ayran].

άι σίχτιρ           έκφραση αγανάκτησης, (μτφ.) άει στο διάβολο.
                        [ετυμ. τουρκ. sikdim του ρ. sikmek=συνουσιάζομαι<siktirmek.].

ακ ίσκασ          αν θέλεις, βουλγ. ακό ίσκασ.

ακό                  εάν
                        [ετυμ. σλαβ. ακό].

ακοσάκασ        αν προτιμάς, αν έχεις την καλοσύνη, την διάθεση.
                        [ετυμ. σλαβ. σάκαμ=αγαπώ].

αλλάκσαμ         αλλάζω

αλάλ(ι)             χαλάλι, ας είναι, δεν πειράζει, θεμιτό, δίκαιο, επιτρεπτό.
                        [ετυμ.τουρκ. helal].

aλαμίνj           αλουμίνιο, μέταλλο αργυρόλευκο και εύκαμπτο.
[ετυμ. λατ.alumen].

αλασ΄ν             ανασόνι, άνισον, (γλυκά)νισο. Ετήσιο ποώδες φυτό με αρωματικούς σπόρους.
                        [ετυμ.αρχ.αν(ν)ηθον,άνησον,άνισον+γλυκύς=γλυκάνισο]

άλβα                χαλβάς
                        [ετυμ. τουρκ. helva].

Αλεξάντερ        Αλέξανδρος
                        [ετυμ. αρχ. αλέξω+ανήρ= ο προστατεύων    τους  ανθρώπους].

αλήτιαν            αλήτης
                        [ ετυμ.αρχ .αλώμαι=περιπλανώμαι].

αλκά                χαλκάς, μεταλλικός κρίκος ή δαχτυλίδι.
                        [ετυμ.αντιδ. τουρκ. halka=δαχτυλίδι <αρχ. χαλκός].

αλμπάναν         1.πεταλωτής, αλμπάνης 2.άνθρωπος αδέξιος και άπειρος.
                        [ετυμ. τουρκ. nalbant, βλαχ. αλμπάνου].

αλ΄σ βρ΄σ        αλισβερίσι, συναλλαγή, δοσοληψία, αγοραπωλησία,(στη τουρκική και μικρό κατάστημα, μαγαζί, στο νταρν. γλωσσ. αλισ’ βιρίσ’).
                        [ετυμ.τουρκ. alisveris].

αλτσιάκ            άχρηστος, μικροπρεπής, ανίκανος, τιποτένιος. Στο νταρνακ. γλωσσ. αλτσιάκ’ς, με την έννοια του ασταθή ή φοβιτσιάρη.
                        [ετυμ. τουρκ. alçak].

αμάλαν             χαμάλης, αχθοφόρος.
                        [ετυμ.τουρκ.hamal].

αμαλ΄-κ           χαμαλήκι, η εργασία του αχθοφόρου.
                        [ετυμ. τουρκ. hamalik].

αμάν                επιφώνημα για λύπη, στενοχώρια, θαυμασμό ή επίπληξη, έλεος, για όνομα του Θεού !
                        [ετυμ. τουρκ. aman].

αμανέ               είδος ανατολίτικου τραγουδιού.
                        [ετυμ. τουρκ.mani=λαϊκό τραγούδι].

αμπάρj             αμπάρι 1. χώρος αποθηκεύσεως εμπορευμάτων στο
                        κύτος πλοίου 2. χώρος αποθηκεύσεως αντικειμένων
                        κάτω από το ξύλινο δάπεδο του σπιτιού.
                        [ετυμ. αντιδαν.τουρκ. ambar< αρχ.ελλην. εμπόριο].

αμπέρj             χαμπέρι, είδηση, νέο, μαντάτο.
                        [ετυμ. τουρκ. haber].

αναγκάσοβαμ   αναγκάζομαι

αναγκάσαχ       αναγκάσθηκα
                        [ετυμ.ελλην.αναγκάζω].

αναγκάσαμ       στη φράση: κι τσι αναγκάσαμ=θα σε αναγκάσω.           

αναντάν-
μπαμπαντάν     ανέκαθεν, από παλιά, από καταγωγή, από πατέρα σε γιο, πάππο προς πάππο.
[ετυμ. τουρκ.anadan babadan].

αντάσ               συνονόματος, φίλος.
                        [ετυμ. τουρκ. adac].

αντικίσαμ         αδικώ

αντικίσουβαμ   αδικώ, στη φράση: σα αντικίσαχ=αδικήθηκα.
                        [ετυμ.ελλην.αδικώ].

αντερί              μακρύ ανδρικό ένδυμα με μανίκια.
                        [ετυμ. τουρκ.entari=χιτώνας].

αντέτj               χαντέτι, έθιμο, συνήθεια.
                        [ετυμ. τουρκ. hadet].

αντνό               ένα
                        [ετυμ.βουλγ.λ. εντνό<ελλην. ένα].

αντρέσα           διεύθυνση δρόμου.
                        [ετυμ. αγγλ, γαλλ. βουλγ. αντρέσα].

απ, άπουβα      χάπι, δισκίο ή κάψουλα φαρμάκου, καταπότι.
                        [ετυμ. aρχ. καταπότιον, τουρκ. hap].

άπνουβαμ         αόρ. άπναχ=έφαγα ελάχιστα.
                        [ετυμ. βουλγ. χάπβαμ=τρώγω λίγο, τσιμπώ< ελλην. χάφτω.     

Απόστολ          Απόστολος

αποφασίσοβαμ αποφασίζω

αποφασίσαν     αποφασισμένος

Απρίλ(ι)           Απρίλιος
                        [ετυμ. λατ. Aprilis<aperio=ανοίγω].

αράμ(ι)             χαράμι, ανώφελα,μάταια, τζάμπα.
                        [ετυμ. τουρκ. haram].

αραλίκj            αραλίκι, ανάπαυση, τεμπελιά, νωθρότητα.
                        [ετυμ. τουρκ. aralik= αράζω< αρχ.αράσσω]. 

αραμπά(τα)      ξύλινο ακάλυπτο όχημα που το έσυραν δύο βόδια ή άλογο ή μουλάρι, ή και γαϊδούρι ακόμα για μεταφορά προϊόντων και ανθρώπων, άμαξα.
                        [ετυμ. τουρκ. araba=άμαξα].

αραμπίνκα       καροτσάκι

αραμπατζία      αραμπατζής, αμαξηλάτης.
                       [ετυμ. τουρκ. arabaci].

αράρ                χαράρι, μεγάλος κανναβένιος σάκος.
                        [ετυμ. τουρκ. harar].

αργκάτ             εργάτης
                        [ετυμ.ελλην. λ.].

αργκάτιαν        εργάτης

αργκιλέ            ναργιλές, είδος συσκευής για κάπνισμα.
                        [ετυμ. τουρκ. nargile].

αρέσουβαμ       αρέσω, σα αρέσαχ=αρέσω εαυτόν.
                        [ετυμ. ελλην. αρέσω].              

αρκαντάσ         φίλος, συνάδελφος.
                        [ετυμ. τουρκ. arkadas].

αραλία             νωθρός, χουζούρης, οκνηρός.
                        [ετυμ. τουρκ.λ.].

αραλ΄κ             τεμπελιά, ραχάτι, ξάπλα.
[ετυμ. τουρκ. λ.].

αρλία               γουρλής, αυτός που είναι τυχερός, που φέρνει καλή τύχη στους άλλους.
                        [ετυμ. τουρκ. ugurlu].

αρλούμπι          ανοησίες, βλακείες, σαχλαμάρες, κουταμάρες, λόγια χωρίς νόημα.
                        [ετυμ. αβέβαιου ετύμου, πιθανόν από το ιταλ.burla =αστείο, στη φράση: alla burla =στα αστεία].

αρναούτσιαν    αρναούτης, αρβανίτης.
                        [ετυμ. τουρκ. arnavut].

αρνίσαμ           αρνούμαι

αρνίσουβαμ      αρνούμαι: σα αρνίσα=αρνήθηκε.

αροπλάν           αεροπλάνο
                        [ετυμ. ελλην. λ.].

Αρχιμαντρίτ     Αρχιμανδρίτης

ας-ιάσ              εγώ     

άσκορσιουμ     μπράβο. Στο νταρνακ. γλωσσ. άσ’κουλσουν.

ασ΄-λ                θάμνος, γρασίδι, τα φυτρωμένα δημητριακά μέχρι ύψους 20-25 εκατοστών.
                        [ετυμ.τουρκ.calilik].

ασλάν               λιοντάρι, άνθρωπος δυνατός, ρωμαλέος.
                        [ετυμ. τουρκ. a(r)slan].

ασιάρ               Η δεκάτη, φόρος που πλήρωναν οι χριστιανοί επί οθωμανικής κατοχής και ο φοροεισπράκτορας της 10ης . Το ασιάρ στο τοπ. ιδ. είναι και παρατσούκλι,αλλά όπως μου είπε απόγονος του ασιάρ δεν έχει σχέση το παρατσούκλι με τη σημασία του φόρου της δεκάτης αλλά προήλθε από το σ΄(ια)ρ=ράβω. ‘Όμως στο τοπ.ιδ. το σ΄ιαρ έγινε σιάραμ που σημαίνει κεντώ, σχεδιάζω και  επειδή η γιαγιά του έκανε ωραία σχέδια όταν κεντούσε και ύφαινε πήρε το παρατσούκλι σιάρα και σιάρκα και μετά ασιάρκα και το αρσενικό ασιάρ.

ασκέραν           στρατιώτης

ασκέρ(ι)           στρατός
[ετυμ.τουρκ.asker, τούρκικο στρατιωτικό σώμα, ανοργάνωτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, αγέλη].

ασκητία            ασκητής

ασκολσούν       εύγε, μπράβο.
                        [ετυμ. τουρκ. askolsun].

aστάρj              αστάρι, φόδρα, πρώτη επίστρωση χρώματος σε επιφάνεια.
                        [ετυμ. αντιδαν. τουρκ. astar ,  από το ιστάριον υποκοριστικό του αρχ. ιστός].

ατζία(τα)          ο χατζής, ο προσκυνητής των Αγίων Τόπων, της Ιερουσαλήμ αν είναι χριστιανός ή της Μέκκας και Μεδίνας αν είναι μουσουλμάνος.
                        [ετυμ. αραβ. hajz=προσκύνημα, τουρκ. haci].           

ατζιαλ΄κ           προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.

ατζιαμία           ατζαμής, αδαής, αδέξιος, πρωτόπειρος, αρχάριος.
                        [ετυμ. τουρκ. acemi].

ατζιαμλ΄κ         αδεξιότητα, απειρία.

aτζίου βάτα      του χατζή

ατ΄-ρ                χατίρι, χάρη, εξυπηρέτηση.     
[ετυμ. τουρκ.hatir<από το Ομηρικό ήτορ].

Αύγουστ           Αύγουστος
                        [ετυμ. λατ. Augustus].

αυτοκίνj           αυτοκίνητο                      
                        [ετυμ. ελλην. λ. βουλγ.=κολά].

άφεριμ             μπράβο, εύγε.                    
[ετυμ. τουρκ. aferin].

αφιόνj              αφιόνι, όπιο, μήκων η υπνοφόρος,
                        [ετυμ. αντιδαν. μεσν. αφιόνιον, τουρκ. afyon, μτγν. όπιον].

αφορίσαν         αφορισμένος
                        [ετυμ.ελλην. αφορίζω].

αχά                  ναι, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται σε καταφατική  απάντηση και  συχνά μάλιστα. Το      καταφατικό μόριο  της σλαβικής και βουλγαρικής γλώσσας είναι το ντα   αλλά  κατά έναν ανεξήγητο λόγο δεν υπάρχει στο τοπικό ιδίωμα και αντί αυτού για απάντηση εκτός από το αχά επαναλαμβάνεται  καταφατικά η ερώτηση: ίμασ παρί; έχεις λεφτά; ίμαμ= έχω, ή  κατά περίπτωση μια λέξη που έχει καταφατική έννοια: καλά, έτσι.
                        [ετυμ. σλαβ. ρωσ. βουλγ. ντα].

αχταπότj          χταπόδι
                        [ετυμ. αρχ.ελλην.οκτάπους].(προφανώς και η προέλευση του επωνύμου Οκταπότης).

αχταρμά           μπέρδεμα, ανακάτωμα διαφορετικών μεταξύ τους πραγμάτων, μεγάλη αναστάτωση.
                        [ετυμ. τουρκ. aktarma].

αψόβαμ            βλαστημώ (βουλγ.=πσούβαμ). 
 
Β

βαβούρα          οχλαγωγή, βουητό, υπόκωφος θόρυβος.
                        [ετυμ. μεσν. ηχομιμητική λέξη].

Βαγγέλj            Βαγγέλης, Ευάγγελος.

βαγγέλιό το      το ευαγγέλιο

βαγκόνj            βαγόνι, όχημα, άμαξα.
                        [[ετυμ. ιταλ. vagone].

βαλαόν             βελανίδι, βαλανίδι, (στο νταρνακ. γλωσσ. βαλαν’), βελανιδιά, καρπός πουρναριού.
                        [ετυμ.αρχ. βάλανος].

βαλίτστα          βαλίτσα, ταξιδιωτικός σάκος.
                        [ετυμ. ιταλ. valigia>τουρκ. valiz, βουλγ. κουφάρ].

Βάλτα              έλος, τέλμα, αγροτική πεδινή περιοχή στο Βαμβακόφυτο.  Θυμούνται οι παλιοί από διηγήσεις των προγόνων, τη Βάλτα μία βαλτώδη μεγάλη έκταση με λιμνάζοντα νερά, αλλά με τα  αποστραγγιστικά έργα της εταιρείας Ούλεν (1928-30) έγινε έκταση γόνιμη και άρχισαν να καλλιεργούν ιδιαίτερα βαμβάκια και καλαμπόκια.
                        [ετυμ. ελλην. βάλτος].

βαλτζιάν           φλιτζάνι
                        [ετυμ. τουρκ.fincan].

βαμπίραν         βρικόλακας
                        [ετυμ.αγγλ.vampire, γερμ..vampir, σερβ.vampir. ο βρικόλακας πιθανόν σλαβ. vrukolak< velku=λύκος ].

Βάνιου             Γιάννης, Ιωάννης.
                        [ετυμ. εβρ. Y(eh)okhanan=ο Γιαχ (Θεός) έδειξε εύνοια].

βάνα                η βάνα, η βαλβίδα που ρυθμίζει τη ροή του νερού σε σωλήνες.
                        [ετυμ. γαλλ. vanne].

βάντα               ρυάκι
                        [ετυμ. ιταλ. vanga>βουλγ. βάντα].

Βάντα              παρατσούκλι του Γιάννη Κ. Κέππα.
                        [ετυμ. σλαβ. Βάνιου=Γιάννης].

βαράκ              πολύ λεπτό φύλλο σε χρυσαφί απόχρωση για διακόσμηση.
                        [ετυμ. τουρκ.varak= φύλλο μετάλλου, φύλλο βιβλίου].

βαρέλj             βαρέλι, μεγάλο κυλινδρικό δοχείο από ξύλινες κυρτές σανίδες που συγκρατούνται με μεταλλικά στεφάνια.
                        [ετυμ. μεσν.<ιταλ.barella

βαρένο             βρασμένο
                        [ετυμ. βουλγ. βαρέν].

βασούλ             φασόλι, φασούλι.
                        [ετυμ. μεσν. φασήολος, τουρκ. fasulye].

βάπσαμ            βάφω

βάπσοβαμ        βάφω
                        [ετυμ. ελλην. βάπτω].  

βασταγάρκια    1.βασταγαριά, χοντρή και μεγάλη βέργα (ράβδος) που δε σπάει εύκολα. Χρησιμοποιείται κυρίως για στήριγμα στο φόρτωμα των ζώων 2. Ξύλινο όπλο βουλγάρων βάρους 6 οκάδων(οκά=1282 γραμμάρια) από κρανιά.
                        [ετυμ. ελλην. βαστώ+γερός<αρχ.βαστάζω+υγιηρός>υγιής].

βεντούζα          μικρό γυάλινο δοχείο σαν ποτήρι, που εφαρμόζει στο δέρμα, αφού πρώτα θερμανθεί ο εσωτερικός του αέρας, με σκοπό να στγκεντρωθεί αίμα στο σημείο επαφής. Χρησιμποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, συνήθως στα κρυολογήματα.
                        [ετυμ.γαλλ.λ.ventouse<λατ.ventosa].

βερεσία            βερεσές, αγορά με πίστωση.
                       [ετυμ. τουρκ. veresiye].

βέτκο               παλιό
                        [ετυμ. βουλγ. βεχτ].

βέτσερ              νύχτα
                        [ετυμ βουλγ.ρ. σβετσεριάβα σε=βραδιάζει<αρχ. ελλην. εσπέρα, στη βουλγ. γλώσσα λένε τη νύχτα νοσ].

β΄ζια                σχοινί
                       [ετυμ.βουλγ. β΄ζε].
 
βιάσαμ             βιάζω
                        [ετυμ. αρχ. ελλην. βία, βιάζω].

βιάτιαρ             αέρας
                        [ετυμ. βουλγ. βιάτιαρ].

βίζαρ                πηγή
                        [ετυμ. βλαχ. ιζβουρου=πηγή, αλλά πιθανόν από την ελλην. λ. βυθός].

βίλα                 διχαλωτό αγροτικό εργαλείο, δικράνι ξύλινο.
                        [ετυμ. σλαβ. βίλα].

βίνο                 οίνος, κρασί.
                        [ετυμ. αρχ. οίνος].

βίντα                είδα
                        [βουλγ. λ.].

βιντσ                γερανός, φορτωτής, βαρούλκο
                        [ετυμ. αγγλ.winch>τουρκ.vinc].

βίρκα               πηγή
                        [ετυμ. ελλην. βήρος=νερό λιμνάζον.βουλγ. ίσβορ, βλαχ. ίσβουρου<αρχ. βυθός].

βί στε               εσείς είστε (αρχ. εστέ)

βίτσα                λεπτή βέργα, καθαρισμένη και λεία.
                        [ετυμ. λατ. vitea, σλαβ. vitsa].

βλάγκα             βλογιά, από το ελλην. ευλογία με την έννοια του ευεργετικού, του ωφέλιμου, ικμάδας αυλάκι. Στο τοπ. ιδ. δροσιά, υγρασία στα χωράφια πριν από το όργωμα.

βλαντίκα          δεσπότης
                        [ετυμ. βουλγ. βλαντίκα].

βλ΄κ                 λύκος
                        [ετυμ.γερμ.Wolf].

β΄λνα               μαλλί
                        [ετυμ. βουλγ. β΄λνα].

βλαστάρ
& λαστάρ βλαστάρι
                        [ετυμ.βλαστάνω].        

βοϊνίκ              στρατιώτης
                        [ετυμ. βουλγ. λ. Στο τοπ.ιδ. χρησιμοποιείται κυρίως για τον στρατιώτη η λέξη ασκέραν (βλ. λ. στο γλωσσ.)].

βουγιούκα        παρατσούκλι στο τοπικό ιδίωμα.
                        [ετυμ. τουρκ. =μέγας].

βουρ                (επιφ.) δηλώνει δράση, γρήγορη κίνηση, χτύπα, τράβα.
[ετυμ. τουρκ. vur< vurmak=χτυπώ].

βρατά(τα)         η πόρτα
                        [ετυμ. βουλγ. βράτα].

βρέμjια             καιρός
                        [ετυμ. σλαβ. βρέμε].

βρέμjιατο         ο καιρός.
                        [ετυμ. βουλγ. βρέμετ].

βριάμ               μιλώ
                        [βουλγ. γκοβόρια].

β΄ραμ               βράζω
                        [ετυμ. ελλην. βράζω].

β΄ρλαμ             ρίχνω
                        [ετυμ. βουλγ. χβ΄-ρλιαμ].

β΄ρμπα             ιτιά
                        [ετυμ. σλαβ. β΄ρμπα].

β΄ρταμ             γυρίζω, κλίνω γύρω-γύρω.
                        [ετυμ. αρχ. βρίθω].

β΄σκα               ψείρα
                        [ετυμ. ελλην. βοσκάς, βοσκίδι στο κεφάλι].


Γ

γαϊτάν              γαϊτάνι, κορδόνι από λεπτό ύφασμα μετάξι, βαμβάκι ή μαλλί για διακοσμητικό φορέματος.   

γιαβάσ             (επιρ.) αργά, σιγά-σιγά, με το πάσο σου.
                        [ετυμ. τουρκ.yavas].

γιαζ΄κ               αλοίμονο, κρίμα
                        [ετυμ. τουρκ. yazik].

γιασιά              ζήτω
                        [ετυμ. τουρκ. jacasin = ζήτω].

γιλέκ                γιλέκο, ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα χωρίς μανίκια και μέχρι το ύψος της μέσης.
                        [ετυμ. τουρκ.yelek, ισπ. jileco].

γιοκ                 όχι, η άρνηση αυτή χρησιμοποιείται, όταν δεν βρίσκεται κάτι που αναζητείται. γιοκ παρά       =δεν υπάρχουν χρήματα.
                        [ετυμ. τουρκ. yjok].

γκαβαλίνα        κοπριά ζώων, κυρίως του αλόγου.
                        [ετυμ. λατ. caballinusίππος].

γκαγκαβάν                  
γκαζία              δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο.(βλ.λ. τενεκία).
                        [ετυμ. γκάζο].

γκάζο               λυχνάρι, αλλά και το πετρέλαιο.
                        [ετυμ. γαλλ.gaz, βλαχ. γκάζου].

γκαϊλιά             μέριμνα, φροντίδα, βάσανο, καημός,  με ειρωνική διάθεση και αρνητική έννοια στη φράση μα γκαϊλιά.
                        [ετυμ. τουρκ. gaile< ελλην. αγκαλιά, στα νταρνακ. γκαϊλέ].

γκάιγκα            γκάιντα, λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο.
                        [ετυμ. τουρκ. gayda].

γκαϊγκατζία      γκαϊντατζής, αυτός που παίζει γκάιντα.
[ετυμ. τουρκ. gaydaci].

γκαϊρέτσ          γκαϊρέτι, κουράγιο, προσπάθεια.
[ετυμ. τουρκ. yürek].

γκαϊτάν            γαϊτάνι, κορδόνι από λεπτό ύφασμα από μετάξι, βαμβάκι ή μαλλί που χρησιμοποιείται για διακοσμητικό.
                        [ετυμ. λατιν. gaitanus εθν. όνομα από την πόλη Gaeta].

Γκαλάκο          Αγγελάκος, Αγγελάκης.

γκάλαμ             χαϊδεύω, καλοπιάνω, κολακεύω,θωπεύω
                        [ετυμ.αρχ.ελλην.αικάλλω<καλός<κάλλιον].

γκάλαν
& γκάλανο χαϊδεμένο:γκάλλαν γκ΄ς =χαϊδεμένος κώλος (με μεταφορική έννοια)
                        [ετυμ. βουλγ. γκάλεν].

γκαντέμj           γρουσούζης, κακότυχος.
                        [ετυμ. αγγλ. goddam=θεοκατάρατος>  τουρκ. kadem].

γκάργκα           κάργια, καλοιακούδα, μικρόσωμο μαύρο με μπλε αποχρώσεις πτηνό με μακρύ κυρτό ράμφος.
                        [ετυμ. τουρκ. karga].

γκαρμάντα &
γκραμάντα       μεγάλος σωρός από πέτρες.
                        [ετυμ. βενετσ. agraman].

γκαρντίνα        κήπος, περιφραγμένο χωράφι με λαχανικά.
                        [ετυμ. αγγλ.garden, βουλγ. γκραντίνα].

γκαρντούσκα   χαλάζι
                        [ετυμ. λατ.grando].

γκάστια            βρακί και κιλότα.
                        [ετυμ. βουλγ. γκάστι και κιλότι].

γκέλα               άκυρη ζαριά στο τάβλι..
                        [ετυμ. τουρκ.gel= αναπήδηση].

γκεογκραφία    γεωγραφία

Γκέργκι            Γεώργιος, (Όταν σε ένα σπίτι είχαν  το ίδιο όνομα δύο ή περισσότεροι ,τότε για να γίνεται διάκριση, διαφοροποιούσαν το όνομα, γι αυτό έχουμε: Γκέργκι, Γκιόργκι, Γκόσιο, Γκότσα).

Γκερμάνετσ      Γερμανός

γκετσ               αργά. Γκέτσα είναι παρατσούκλι.
[ετυμ. τουρκ. geç]

Γκιόργου         Γιώργος
                        [ετυμ.ελλην.Γεώργιος].

Γκιόργκι          Γεώργιος

γκυμνάσιο        γυμνάσιο γκυμνάσιό το=το γυμνάσιο.

γκίνισ               αναφέρεται για το φεγγάρι όταν χάνεται.

γκιρένj             κάμπος, λιβάδι, λασπότοπος, βαλτότοπος, αλλά και χωράφι που αποξηραίνεται μετά από βροχή και παρουσιάζει ρωγμές.
                        [ετυμ. τουρκ.geren]

γκιρέσ              πάλη
                        [ετυμ. τουρκ. güreş].   

γκιορντάνj       Το περιδέραιο που αποτελείται από χρυσά ή ασημένια νομίσματα.
                        [ετυμ. τουρκ. yordan].

Γκιόργκι          Γιώργος
                        [ετυμ. Γεώργιος].

Γκιουλζενλί      χωριό προ του 1922 και βόρεια του Βαμβακοφύτου [ετυμ. τουρκ.ρ. goeld= λίμνη].

γκιούμ              γκιούμι, μεταλλικό ή από χαλκό δοχείο για μεταφορά ή ζέσταμα νερού ή γάλατος.     
                        [ετυμ. τουρκ.gugum, βλαχ. γκιούμι].

γκιούμπρα        1. ακαθαρσίες, σκουπίδια 2. κοπριές
                        [ετυμ. τουρκ. giubre=κοπριά, βουλγ. μποκλούκ=σκουπίδι].

γκιούπτιαν       γύφτος
                        [ετυμ. αιγυπ. egyptian].

γκιουρούκ        1.νομάδας, αυτός που δεν είναι εγκατεστημένος κάπου μόνιμα 2.άξεστος, βάρβαρος.
                        [ετυμ. τουρκ. yuruk].

γκλάβα (τα)      κεφάλι
                        [ετυμ. σλαβ. glava, σε σχέση και με το αρχ. ελλην. κεφαλή].

γκλασ               φωνή
                        [ετυμ.εκ του γέλως,η φωνή με γέλιο].

γκλένταμ          βλέπω.στη βουλγ. βίζνταμ=βλέπω.
                        [ετυμ. γλέπω<βλέπω].

γκλίντσα        γλίτσα, λίγδα, λίπος, πρασινάδα γλοιώδης σε στάσιμα νερά.
                        [ετυμ. σλαβ. γκλίνα>βουλγ. γκλίνα=πηλός].

γκλουπάκ         βλάκας, ηλίθιος.
                        [ετυμ. βουλγ. γκλουπάκ].

γκλουφ             κουφός, βουλγ. γκλουχ.

γκνούσνο         απεχθές.
                        [ετυμ. βουλγ. γκνούσεν].

γκολ                 γυμνός, (στα νταρνακ. γκόλιους, στα βλάχικα γκόλου αλλά σημαίνει και άδειος).
                        [ετυμ. εκ του κώλος, δηλαδή ο κώλος έξω άρα γυμνός.].

γκολιάμ           μεγάλος, η, ο
                        [ετυμ. βουλγ. γκολιάμ].           

γκόρα-ναντόλ  πάνω-κάτω
                        [ετυμ. βουλγ. γκόρε-ντόλου].

γκόρα              βουνό
                        [ετυμ. ελλην. χώρα].

γκόρνο, α         ο, η, το  επάνω.
                        [ετυμ. βουλγ. γκόρε=επάνω].

γκόρνιτσα        γκορτσιά, αγριαχλαδιά, αγριαπιδιά.
                        [ετυμ. αλβαν. gorice, στα βλάχικα αγρουγκόρτσου].

γκορτσίλο        πικρό
                        [ετυμ. βουλγ. γκορτσίβο].

Γκόσπιτσ         Θεός(περισσότερο με την έννοια Κύριος).
                        [ετυμ.βουλγ.Γκόσποντ:Γκόσποντ μπογκ=Κύριος ο Θεός].

γκοσποντίν      κύριος και γκοσποζιά κυρία. Στο ιδίωμά μας σχεδόν ποτέ δεν αποκαλείται η κυρία με το γκοσποζιά αλλά με το επιφώνημα μέι (χωρίς ερμηνεία) ή με το ζένου=γυναίκα.

Γκόσσιο           υποκ. του Γιώργος

γκόστα             επίσκεψη και επισκέπτης.
                        [ετυμ. βουλγ. γκοστουβάνε].

Γκότσα            Γιώργος

γκουγκούφκα   αγριοπερίστερο, χοντροπερίστερο, είδος φάσσας.
                        [ετυμ. σλαβ. γκουγκούσα].

γκουιντάραν     αγελαδάρης
                        [ετυμ. τουρκ. giuden=αγελαδοβοσκός].

Γκούλης           Γιώργος

γκουλουμούρ   γυμνό πουλάκι, νεοσσός.
                        [ετυμ. βουλγ. γκολ=γυμνός].

γκούστερ          γουστέρα, μεγάλη σαύρα.

γκούστερίτσα   μικρή σαύρα.
                        [ετυμ. σλαβ. γκουστερίτσα, βλαχ. γκουστουρίτσα].

Γκούτσα           Γεωργία
                        [ελλην. ρ. από το όνομα Γεωργία].

Γκρακομάν      Γραικομάνος,Γρακομάνος=Έλληνας(βλ.Γκρεκ).
[ετυμ. Γραικός+μανία<μανιώδης<αρχ. μαίνομαι, δες και Γκρεκ, Γκρ΄κ ]

Γκραμματίκ     Γραμματέας
                        [ετυμ. αρχ. γραμματεύς, γράμμα].

γκραμμόφωνο  γραμμόφωνο   

Γκρεκ &
Γκρ΄κ               Γραικός, Έλληνας.
[ετυμ. αρχ. εθνωνύμιο=ονομασία Έθνους).Γραικούς ονόμαζαν τους Έλληνες της Δωδώνης, όπως αναφέρεται σε επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ..Έλληνες ωνομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι. Επίσης ο Αριστοτέλης αναφέρει στα «Μετεωρολογικά» ότι κοντά στη Δωδώνη της Ηπείρου ώκουν οι Σελλοί και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες.].

γκρέντα            δοκάρι, πατόξυλο.
                        [ετυμ. σλαβ. γκρέντα].

γκριάχ              1.αυτοφυές φυτό παρασιτικό των σιτηρών που μοιάζει με μπιζέλι. Τα παιδιά από τα χωράφια το μάζευαν και το έτρωγαν ωμό, πριν από το θερισμό, όταν τα σιτηρά ήσαν ακόμα πράσινα.2. αμαρτία, σφάλμα.
                        [ετυμ. βουλγ. γκράχ=μπιζέλι, γκριάχ=αμαρτία]

Γκριγόρj          Γρηγόρης

γκ΄ρλο             λάρυγγας
                        [ετυμ.αρχ.ελλην.λάρυγξ].

γκρ(ο)μ            βροντή, κεραυνός.
                        [ετυμ. ηχομιμητική λ. από τη βροντή που ακούγεται].

γκρόμπε           νεκροταφείο
                        [ετυμ.σλαβ. γκροπ> βουλγ. γκρόμπισστε].

γκροσ              γρόσι (τουρκικό νόμισμα), το 1/100 της τούρκικης λίρας.
[ετυμ. μεσν. γρόσσιν, λατ. grossus=είδος νομίσματος]

γκρ΄π               ράχη, ώμος.
                        [ετυμ.βουλγ.γκρ΄π]

γκ΄ρνα             πιθάρι μικρό
                        [ετυμ. βουλγ.γκ΄ρνα].

γκ΄ρπ               ράχη, ώμος.
                        [ετυμ.αρχ.ελλην.γρυπός=κυρτός].

Γκ΄ρτσια          Ελλάδα

γκρ΄-τσκο,α     Graeci ιταλ. Greek αγγλ. και Grec γαλλ. Grieche γερμανικά, ο γραικός, ο έλλην, ελληνικός.
                        [ετυμ. αρχ. ελλην. λ. γραικοί, δες και λ. Γκρ΄κ].

γκ΄σ                 ο πρωκτός και κατ’ επέκτασιν και η γύρω από αυτόν περιοχή, πισινός, ποπός.
                        [ετυμ. τουρκ. kic(όπου c παχύ σ), βουλγ.ντούπε].

γκυμνάσιου      γυμνάσιο

Δ

Δεν υπάρχουν λέξεις   στο τοπικό ξενικό ιδίωμα  που να  αρχίζουν από δ . Έγινε μετατροπή του δ σε  ντ: ντεν ντίνω αντί του δεν δίνω.


Ε

έβαλα               καλά   

εβαγκέλιό(το)   το ευαγγέλιο

έι                      (μόριο) προσφώνησης, με την έννοια της προσωπικής αντωνυμίας εσύ: έι τσιοβιάκ, εσύ άνθρωπε !     

εjάλ                  έλα
                        [βουλγ. ελά=έλα, ελλην. ρ.].

εjάλ τουκ          έλα εδώ
                        [ετυμ.βουλγ. τουρκ =εδώ).

εjαμ                  τρώω
                        [ετυμ. βουλγ. ιάμ].

εjάλ                  έφαγε

εικόνιτε            οι εικόνες

ειδολολάτρι      ειδωλολάτρεις

έλα                   έλα
                        [ετυμ.ελλην.λ.].

Ελένα &Λένου Ελένη
                        [ετυμ. αρχ. ελλην. Ελένη].

ελιμπέτσ           τάχα, προφανώς.
                        [ετυμ. τουρκ. belli ki].

εναέτσιαν         δύστροπος
                        [ετυμ. τουρκ. enayilik= κοροϊδία].

eν καστένj        επίτηδες, σκόπιμα, ηθελημένα.
[ετυμ. τουρκ. an kasden].

εντνό                ένα
                        [ετυμ. αρχ. έν= ένα].

έντρο               χοντρό
                        [ετυμ.βουλγ.λ.]

εξετάσουβαν    εξετάζω

εξιγκίσαμ         εξηγώ

επιμένουβισ      επιμένεις, μη επιμένουβις=μην επιμένεις.

επίτροπ            επίτροπος

επίσκοπ            επίσκοπος

επιστάτιαν        επιστάτης

εφημερίτα        η εφημερίδα

έφτηνο             φθηνό
                        [ελλην. λ.].

εφχαριστίσαν   ευχαριστημένος,σα εφχαριστισαχ=ευχαριστήθηκα. 

Ζ

ζα                     δια,για
                        [ετυμ. αρχ.ελλην.δωρικόν  ζα.]

ζάβαρτιάϊγκα   ζαβούρντα, ρίξε.

ζάβιτσ              απάνεμος, τόπος που προστατεύεται από τον άνεμο.
                        [ετυμ. σλαβ. λ.].

ζαβουρντίσαχ   πέταξα, έριξα.
                        [ετυμ. τουρκ. savurmak=ρίχνω].

ζαγκούμπιαμ    χάνω
                        [ετυμ. βουλγ. γκούμπια].

ζαγκουμπίχ      έχασα (βουλγ. ομοίως ζαγκουμπίχ).    

ζάζμπίτσα
ζακάτσιαμ        1.κρεμώ 2.τσιγγλώ, μπερδεύω, μαλώνω.
                        [ετυμ. βουλγ. ζακάτσεν].

ζακάτσιαν        κρεμασμένο, μπερδεμένο.
                        [ετυμ. βουλγ. ζακάτσεν].

ζακλιούτσιουβαμ κλειδώνω
                        [ετυμ.ελλην.κλειδώνω].

(ζα)κόβαμ        καρφώνω χτυπώντας.
                        [ετυμ. ελλην. κόπτω με την έννοια του κτυπώ].

ζακόν               νόμος
                        [ετυμ. τουρκ. kanun=νόμος].

ζακούμ             πικροδάφνη
                        [ετυμ. τουρκ. zakkum].

ζαλίσαν            ζαλισμένος

ζαλίσουβαμ      ζαλίζομαι
                        [ετυμ. ελλην. λ.]

ζα μένα            δια εμέ, για μένα.
                        [ετυμ.αρχ.ελλην.ρ.].

Ζαρία               Ζαχαρίας
                        [ετυμ. εβρ. Zekharyah].

ζαστιό              γιατί, (ετυμ. βουλγ. ζαστιό)

ζέβαμ               παίρνω
                        [ετυμ. βουλγ. βζέμαν].

ζεβζέκj             ζεβζέκης, ιδιότροπος, ανόητος.
                        [ετυμ. τουρκ. zevzek.].

ζέλα                 λάχανο
                        [ετυμ. βουλγ. ζέλε].

ζέμια                γη, έδαφος.
                        [ετυμ. τουρκ. zemin].

ζετσ                  γαμπρός
                        [ετυμ.βουλγ.ζετ].

ζ(ι)ένα              γυνή, γυναίκα
                        [ετυμ. αρχ. γυνή].

ζ(ι)ένσκα,ο       γυναικεία,γυναικείο.

ζηλέψαμ           ζηλεύω

ζιάρ                  κάρβουνα αναμμένα, στο ιδίωμα της Νιγρίτας: ζαριά.
[ετυμ. βουλγ.ζιάρ<αρχ.ελλην.ζέον].

ζι(β)ότ              ζωή
[ετυμ. αρχ. ζωή].

ζιουβιάμ           ζω,βιώ.

ζιούφ-ζιούβο    ζωντανός-ζωντανό.

ζίτου                σίτος, σιτάρι.
                        [ετυμ. αρχ. σίτος].

ζλάτνο              χρυσό
                        [ετυμ. βουλγ. ζλάτεν, ζλάτνα, ζλάτνο=χρυσός ,ή, ό. τουρκ. altin=χρυσός].

ζμία                  φίδι
                        [ετυμ. βουλγ. σμία].

ζορ                   ζόρι, δυσκολία, βία.
                        [ετυμ.τουρκ. zor].

ζορλίτσι           συμπεριφορά ανθρώπου ζόρικου, χυδαία επίδειξη δύναμης.
                        [ετυμ. τουρκ.zorluk].

ζουβιάμ            ζω
                        [ετυμ. βουλγ. ζιβέεμ, αντιδαν. αρχ. ελλην. ζωή].

ζουμπά             μικρόσωμος, κοντός.

                        [ετυμ. τουρκ. zimba].

ζουμπούλj        ζουμπούλι, υάκινθος.
[ετυμ.τουρκ. sümbül].

ζουρνά             ζουρνάς, λαϊκό ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο, που μοιάζει με το όμποε και τον αρχαίο οξύαυλο.
                        [ετυμ. τουρκ. zurna].

ζουρνατζία       ζουρνατζής, λαϊκός οργανοπαίκτης.
                        [ετυμ. τουρκ. zurnaci].

ζτραβιάιτια       υγιαίνετε
                        [ετυμ. βουλγ. ζντραβέιτε].

ζωγκραφίσαν   ζωγραφισμένο


Η

ηλεκτρικό του το ηλεκτρικό

ηλεκτρίσαν       ηλεκτρισμένο

Ηλία                 Ηλίας

ησυχάσουβαμ  ησυχάζω


Θ

Δεν υπάρχουν λέξεις   στο τοπικό ξενικό ιδίωμα  που να  αρχίζουν από θ .
 

Ι

 
ιάγκνια             αρνί
                        [ετυμ.βουλγ.άγκνε]. Παρατηρούμε παραφθορά της λέξεως στο τοπικό ιδίωμα.

ιάλ τουκ           έλα εδώ, βουλγ. έλα τουκ.

ιάιτσε               αβγό
                        [ετυμ. βουλγ. ιάιτσε].   

ιακά(τα)           γιακάς, κολάρο
                        [ετυμ. τουρκ.yaka , βλαχ. γικά].

ιάμπλ-κα          μήλο
                        [ετυμ. βουλγ. ιάμπλκα, το πιθανότερο από την αγγλ. apple=μήλο].

Ιανουάρ           Ιανουάριος
                        [ετυμ. λατ. Ianuarius].

Ιάνιου              Ιωάννης

ιάνιουβίτσα      η γυναίκα του Ιωάννη.
                        [ετυμ. από το Ιωάννης και τη βουλγ. κατάληξη –βιτσα).         

ιαρμά,               αλεσμένο καλαμπόκι για τροφή ζώων.
                          [ετυμ.τουρκ. yarma].

ίγκλα                βελόνα
                        [ετυμ. τουρκ. igne].

ιγκούμεν          ηγούμενος

ιζβαρτιά           έγειρε από το βάρος.
                        [ετυμ. αρχ. βρίθω].

ιζ΄κ                  κρίμα
                        [ετυμ.τουρκ.yasik].βουλγ.ζιάλκο.

ιζλιάβαμ           βγαίνω
                        [ετυμ. βουλγ. ιζλίζαμ].

ίζμπα                1. υπόγειο όπου κρεμούσαν τα σαντάλια του καπνού για να μαλακώσουν (τοπ. ιδ. Βαμβακοφύτου) 2. τρώγλη, σπηλιά, υπόγεια κρύπτη, κρυψώνας στο υπόγειο (ιδ. περιοχών Γρεβενών και Λαρίσης) 3. ρωσικό αγροτικό ξύλινο σπίτι που συνήθως είχε ένα κοινό δωμάτιο: είχε την ίζμπα της στην όχθη του ποταμού και εκεί ζούσε. «το σπίτι της Μα-τριόνα» (Σολζενίτσιν).
                        [ετυμ. σλαβ. ίζμπα, βουλγ. ποτζέμιε=υπό την γη].

ιζράζντιαμ        ξεγεννώ
                        [ετυμ. βουλγ. ιζραζντιαμ].

ικανοποήσαχ    στη φράση σα ικανοποιήσαχ=ικανοποιήθηκα
                        [ετυμ.ελλην.ικανοποιούμαι]

ικιμτζία            γιατρός (βουλγ. λέκαρ κ. ντόκτορ).
                        [ετυμ. τουρκ. hekim=γιατρός(και doktor)].

ικόνα               εικόνα

ιλέ                    αποχωρητήριο, απόπατος, τουαλέτα.
                        [ετυμ. τουρκ. hela, ayakyolu, tuvalet].

ιλέκ                  γιλέκο
                        [ετυμ. ισπ. jileco, τουρκ. yelek].

ιλιάδα               χιλιάδα

ίλιμ                  τάχα, δηλαδή (στα νταρνακ. αρκεί).

ιμάμ-μπαϊλντί   1. το λαδερό φαγητό μελιτζάνες γιαχνί με λάδι και γέμιση με σκόρδο, κρεμμύδι και μαϊντανό. 2.ο ιμάμης (θρησκευτικός αρχηγός μουσουλμάνων) έσκασε.
                        [ετυμ. τουρκ. imambayildi<byilmak=λιποθυμώ από την επιθυμία για κάτι.].

ιμίσ                  ;

ιμπέτα              δισάκι, δυο σάκοι μικροί ενωμένοι στο επάνω μέρος για τη μεταφορά διαφόρων ειδών.
                        [ετυμ. βουλγ. λ.].

ινάτσ                γινάτι, πείσμα, ιαχυρογνωμοσύνη,
                        [ετυμ. τουρκ. inat].

ινατσία             πεισματάρης, ισχυρογνώμων,(μτφ.) ξεροκέφαλος
                        [ετυμ.τουρκ. inatçi]

ιντέμ                τρώω
                        [ετυμ. βουλγ. ρ. όμως βουλγ. τρώω είναι το ιάμ].        

ιντερέσ             ιντερέσο, νιτερέσο, συμφέρον.
                        [ετυμ. ιταλ<λατ. ιnteresso,  γαλλ. ιnteresser, βουλγ. interes].

ιόντζια             γιοντζές, τριφύλλι.
                        [ετυμ. τουρκ. yonca].

ιούζντα             ηνίο από δέρμα ή σχοινί.
                        [ετυμ. σλαβ. ούζντα].

Ιούλj                Ιούλιος
                        [ετυμ. λατ. Julius<Julio Caesar].

Ιούνj                Ιούνιος
                        [Junius

ιρμπάτσ            μαστοριά, ειδική τέχνη, τεχνική ευκολία.

ίσαλλα(χ)         ο Θεός να δώσει.

ισβράτσια         έγειρε, παρουσίασε κλίση προς τα κάτω: έγειρε το φορτίο και έπεσε.
                        [ετυμ. βουλγ. ποβράτσια]. 

ισμέτσ              φροντίδα, υπηρεσία, κουμάντο, μικροδουλιές του σπι-τιού.
                        [ετυμ. τουρκ. hizmet].

ισικιρέ              φανερά
                        [ετυμ. τουρκ. λ.].

ισμιέριαμ          μετρώ
                        [ετυμ. ελλην. εκμετρώ].

ισμικιάραν       υπηρέτης, εργάτης δούλος, χουσμικιάρης.
                        [ετυμ.  τουρκ. ρ. hizmetci].     

ισνάφj              σινάφι, συντεχνία.
                        [ετυμ. τουρκ. esnaf].

ισπέραμ            εκπλύνω, εκπεράω

ισπίανο            πιωμένο
                        [ετυμ.αρχ.ελλην.ρ.].

ίστανα              αλήθεια
                        [ετυμ. βουλγ. ίστινα (παραφρασμένη λ.)].

ιστόρια             ιστορία
                        [ετυμ. ελλην. λ. βουλγ. ιστόρια].

ί τρ                   1. έξυπνος 2. πονηρός.
                        [ετυμ. βουλγ. (χ)ίταρ=πονηρός. στη βουλγ. γλωσ. ο έξυπνος είναι ούμεν, τελείως διαφορετική εννοιολογική απόδοση στο τοπικό ιδίωμα, που μερικές φορές έχει και την έννοια του πονηρού αλλά με ειρωνική διάθεση: κόλκο ίτρ σι = πόσο εξυπνο-πονηρός είσαι!/αντνά ίτρα λισσίτσα=μια πονηρή αλεπού/ίταρ πολιτίκ=έξυπνο-πονηρός πολιτικός.

ιτσ                    καθόλου, τίποτα, μηδέν

ίχου!                επιφ. εκφράζει επιδοκιμασία. Λέγεται στο τέλος στίχων των τοπικών παραδοσιακών τραγουδιών.Η πραγματική έννοια του επιφωνήματος είναι αποδοκιμασία και μάλιστα έντονη.
                        [ετυμ. τουρκ. yuh, yuha].

ίψου                 γύψος, ορυκτό ένυδρο θειϊκό ασβέστιο κυρίως σε σκόνη.
                        [ετυμ. αρχ. γύψος, στο βλαχ. γλωσσ. ίψου].


Κ

καβάκ(ι)           καβάκι, λεύκα.
                        [ετυμ. τουρκ. kavak].

καβαρμά          καβουρμά, σωτάρισμα (τσιγάρισμα) με κρεμμύδι, βούτυρο, χοιρινό κρέας σε μορφή κορν-μπιφ.
                        [ετυμ. τουρκ. kavurma

καβαρντίσανο  καβουρντισμένο, τσιγαρισμένο.
                        [ετυμ. τουρκ.kavurdim αόρ. του ρ.kavurmak].

καβγκά             λογοτριβή,φιλονικία, μάλωμα.
                        [ετυμ. τουρκ. kavga].

καβγατζία        καβγατζής, εριστικός,αυτός που χαρακτηρίζεται από φιλόνικη διάθεση και συμπεριφορά.
                        [ετυμ. τουρκ.kavgaci].

κάζαμ               λέω
                        [ετυμ. βουλγ. ρ. παραφρασμένη λ. κάζβαμ].

καζάνιου          καζάνι, λέβητας.
                        [ετυμ. τουρκ.kazan].

καζαντζία         κατασκευαστής καζανιών, λεβητοποιός.
[ετυμ. τουρκ. kazanci].

καζαντίσαχ       καζάντησα, χόρτασα, κέρδισα αρκετά
                        [ετυμ. τουρκ. kazanmak].

καϊά(τα)           1. βράχος πέτρινος 2. Βραχώδης τοποθεσία στο Βαμβακόφυτο.
                        [ετυμ. τουρκ. kaya=βράχος, βουλγ. σκάλα=βράχος. παρατηρούμε ότι στο τοπ. ιδ. στην τουρκική λέξη προστίθεται το βουλγ. άρθρο τα και γίνεται καϊάτα].

καϊμάκ             1. καϊμάκι, λεπτό και παχύρρευστο στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια χτυπημένου ή βρασμένου γάλατος ή καφέ.2. αφρόγαλα, ανθόγαλα.
                        [ετυμ. τουρκ.kaymak].

καϊμακλίτσκο   καϊμακλίδικο, καφές με παχύ καϊμάκι.
                        [ετυμ. τουρκ. kaymakli].

καϊνάκ             πηγή, νερομάνα.
                        [ετυμ. τουρκ. kaynak].

καίσj                (δερμάτινο) λουρί.
                        [ετυμ. τουρκ.kayis].

κακ                  πώς;
                        [ετυμ. βουλγ. κακ].

κακ κάζετε;      πώς είπατε;
                        [ετυμ. βουλγ. λ. παραφρ. η φράση: κακβό κάζαχτε.]

κακ τακά          πώς έτσι;
                        [ετυμ. βουλγ. κακ τακά].

κακαβάν          συνοδεύεται συνήθως από το τζιαναμπέτ και σημαίνει αυτόν που σκέφτεται πονηρά, αλλά είναι ανόητος, βλάκας           

κακάνακ          περιοχή βόρεια του χωριού, όπου  ύπήρχε πηγή και καλλιεργούσαν εκεί λαχανικά.
                        [ετυμ. τουρκ. kainak=πηγή].

κακό                τι(είδους).
                        [ετυμ. βουλγ. κακβό].

καλάι               καλάι, κασσίτερος
                        [ετυμ. τουρκ. kalay].

καλαϊτζία         ο καλαϊτζής, ο γανωτής, ο κασσιτερωτής.
                        [ετυμ. τουρκ. kalayci].

καλάμ(ι)           καλάμι, κάλαμος
                        [ετυμ.ελλην.λ.].

καλαμπαλ΄-κ    καλαμπαλίκι, μεγάλος θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων, φασαρία, οχλαγωγία, οχλοβοή.
                        [ετυμ. τουρκ. kalabalik =  πλήθος].

καλέμ(ι)           είδος σμήλης, σιδερένιου εργαλείου για τη λάξευση σκληρών επιφανειών.
                        [ετυμ. αντιδαν.τουρκ. kalem<αραβ. kalam<αρχ. κάλαμος].

καλέσουβαμ     προσκαλώ,(κάλεσα+βουλγ.κατάληξη βαμ).
                        [ετυμ.ελλην.προς+καλώ].

καλημέρα βι     καλημέρα σας.

καλημέρα τσ    καλή σου μέρα.

καλησπέρα βι   καλησπέρα σας.

καλησπέρα τσ  καλησπέρα σου.

καληνύχτα βι    καληνύχτα σας.

καληνύχτα τσ   καληνύχτα σου.

καλιμάνα          πασχαλίτσα, λαμπρίτσα.

καλιμάντα        Η κουμπάρα που παντρεύει ή βαφτίζει.           

καλίνα              1.ροδιά και ρόδι 2. γυναικείο όνομα.
                        [ετυμ. βουλγ. καλίνα=κληματσίδα, κληματόβεργα].

καλίνκα            1.μικρή ροδιά και ρόδι 2. υποκοριστικό, χαϊδευτικό του γυναικείου ονόματος Καλίνα.
                        [ετυμ. βουλγ. καλίνκα=πασχαλίτσα, λαμπρίτσα].

Κάλιο               Πασχάλης

καλκάνj            καλκάνι 1. ψάρι που μοιάζει στο σχήμαμε ασπίδα 2.το τρίγωνο της στέγης κτίσματος. Στο τοπ.ιδίωμα kai σφαλτόδρομος.
                        [ετυμ. τουρκ. kalkan].

καλούγερ         καλόγερος.

καλ(ι)τάτα        ο κουμπάρος (άντρας) που παντρεύει ή βαφτίζει. Στο νταρνακ. γλωσσ. αλλά και σε άλλες περιοχές, ο νονός.

καλνταρ΄-μ       καλντερίμι, λιθόστρωτος δρόμος συνήθως στενός με ακανόνιστες στο σχήμα και τη μορφή πέτρες.
                        [ετυμ. τουρκ. kaldirim].

καλούγκερ       καλόγερος

καλούπj            καλούπι,,μήτρα, εκμαγείο.
                        [ετυμ. τουρκ. kalip].

καλουπτσία      τεχνίτης που είναι ειδικευμένος στην κατασκευή καλουπιών, κυρ. σε οικοδομές
                        [ετυμ.αντιδαν. μεσν. καλούπιν, τουρκ. kalip].

καλπάκ(ι)         είδος καλύμματος κεφαλιού.
                       [ετυμ. τουρκ.kalpak].

κάλπου             1.κίβδηλο, κάλπικο, πλαστό, 2. για ανθρώπους: δόλιος, κατεργάρης.
[ετυμ. τουρκ.kalp].      

κάλπουβα         κάλπικη
[ετυμ. τουρκ.kalp].      

καλτζία            λασπάς
                        [ετυμ. βουλγ. καλ=λάσπη].

καλυμαύχ         καλυμμαύκι, το μαύρο κάλλυμα της κεφαλής των ορθοδόξων κληρικών.
                        [ετυμ.λατ.camellaucium].

κάλφα              μαθητευόμενος βοηθός τεχνίτη.
                        [ετυμ. τουρκ. kalfa].

κάμιν               πέτρα
                        [ετυμ. βουλγ. κάμιακ].

καμινέτο          οινόπνευμα
                        [ετυμ. ιταλ. caminetto<λατ. caminus<αρχ. ελλην. κάμινος].

καμπάντα         η καμπάνα
                        [ετυμ. γαλλ. cabane].

καμπανό          καμπαναριό
                        [ετυμ.λατ. campanarium

καμπάνταλία    καμπάνταης, υπερήφανος με αλλαζονική συμπεριφορά, υπερόπτης.
                        [ετυμ. τουρκ. kabadayi].

καμπατλία        ένοχος, υπαίτιος.
                        [ετυμ. τουρκ. kabahatli].

καμπάτσ           ενοχή, σφάλμα.
[ετυμ. τουρκ. kabahat].

καμτσίκ            καμουτσίκι, καμτσίκι, μαστίγιο με το οποίο χτυπούν τα ζώα για να προχωρήσουν.
                        [ετυμ. τουρκ. kamci].

κανάλου           κανάλι, βαθύ και μακρύ αυλάκι για παροχέτευση νερού ή αποστράγγιση ή άρδευση μιας περιοχής.
                        [ετυμ. μτγν. κανάλιον<λατ. Canalis].

κανάπj             κανάπι, σπάγγος,κάνναβη.
                        [ετυμ. αρχ.ελλην.κάνναβις].

καναπέ             καναπές, κάθισμα με ράχη και μπράτσα στο οποίο κάθονται 3 με 5 άτομα.
                        [ετυμ. γαλλ.  kanape, τουρκ. kanape]

κανάτκα           κανάτα

κανάφκα          λάκκος
                        [ετυμ. βουλγ. κανάφκα.]

κάνγκελ           κάγκελο
                        [ετυμ. κάγκελλον<λατ.cancellum].

κανταλάφ         καντηλανάφτης, νεωκόρος,
                        [ετυμ. αρχ. κανδήλη+ανάπτω].

καντάρ(ι)         στατήρας, παλαιοτ.μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες, περίπου 57 κιλά, φορητή ζυγαριά για τη μέτρηση βαρών.
                        [ετυμ. ιταλ..candare, τουρκ.kantar].

κανταρτζία       κατασκευαστής ή πωλητής κανταριών.
                        [ετυμ. kantarci].

καντήλα           καντήλι, κρεμαστή λυχνία ή μη που καίει λάδι σε εικόνισμα ή πάνω σε τάφο,[ετυμ.λατ.candela].

καντίμ              θυμιάζω να φύγουν τα κακά.
                        [ετυμ. αρχ.κυδάζω].

καντίσαχ          1. βαρέθηκα, αγανάκτησα, χόρτασα 2. κέρδισα.
                        [ετυμ. τουρκ. kazandim

καντίφ              κανταίφι, γλυκό σιροπιαστό.
                        [ετυμ. τουρκ. kadayif].

καντ΄ρ              μοίρα, ριζικό, πεπρωμένο, γραφτό.
                        [ετυμ. τουρκ. kader].

κάντρο             πλαίσιο εικόνας, πίνακα, φωτογραφίας.
                        [ετυμ. μεσν. κάδρον, βενετσ. quadro, λατιν. quadrus=τετράγωνος].

κάντσια            βιδούρι, μικρό μεταλλικό δοχείο χωρητικότητας ενός λίτρου περίπου για φύλαξη και μεταφορά φαγώσιμων υλικών, υγρών και κυρίως γάλακτος.
                        [ετυμ. βουλγ. κάντσε=κύπελλο, κούπα=κύπελλο. Στο τοπ. ιδ. το κύπελλο λέγεται κεντέ, προφανώς από την ίδια ρίζα].

καούνj              πεπόνι
                        [ετυμ. τουρκ. kavun].

κάπα(τα)          ανδρικό καπέλο.
                        [ετυμ. λατ. capa =κάλυμμα κεφαλής].

καπάκj             σκέπασμα σκεύους, δοχείου, φιάλης, κάλυμμα.
                        [ετυμ. τουρκ. kapak].

καπαμά            1.είδος φαγητού. 2.είδος ενδύματος(κατά παράφραση της λέξεως καπλαμά).
                        [ετυμ.τουρκ.1. kapama 2. kaplama].

καπαρόσαμ      καπαρώνω
                        [ετυμ. ιταλ.capara<capo=κεφάλι, κεφάλαιο].

Καρράς             επώνυμο.
                        [ετυμ. τουρκ. kara=μαύρος].

καραγκάτσ       φτελιά, μαυροδένδρι και μαύρο ξύλο.
                        [ετυμ. τουρκ. kara agac].

καραγκιόζ        μαυρομάτης
                        [ετυμ. τουρκ. kara goz=μαύρο μάτι].

καραγκιοζλ΄-κ  γελοία καμώματα, ανοησίες.
                        [ετυμ. τουρκ. Karagiozluk].

καρακιόλj        επί τουρκοκρατίας ο αστυνομικός, το αστυνομικό τμήμα,περίπολος, φυλάκιο . Στο χωριό μας είναι το επώνυμο Καράκιολης.
                        [ετυμ. τουρκ. karakol].

κάραμ &
σα καραμ         μαλώνω, διαπληκτίζομαι.
                        [ετυμ. βουλγ. κάραμ σε].         

καράμπουιά     μαύρη μπογιά, καραμπογιά.
                        [ετυμ. τουρκ. kara-boya].

καραντία          καραντί, άχρηστο, συνήθως για άχρηστα φύλλα καπνού.

καραφύλj         γαρύφαλλο, αλλά και επώνυμο.

καρβίλ             ομοίως όπως και η προηγούμενη έννοια.

καρβίτσα          είδος χοντρού λουκάνικου από χοιρινό κρέας (εντόσθια με αίμα), βουλγ. κ΄ρβαβίτσα.
                        [ετυμ. βουλγ. κρεμβίρστ, παραφρ. της λέξεως].

κάργκα
γκάργα            πλήρης, εντελώς γεμάτος.
                        [ετυμ. βεν. cargar=φορτώνω, γεμίζω<λατ. carrus=κάρρο].

καρέ                 πού
                        [ετυμ. βουλγ. καντέ].

καρέκλα(τα)     η καρέκλα, το κάθισμα.
                        [ετυμ. βενετσ. charegla].

καρμά              το αλεσμένο καλαμπόκι χωρίς ή με ρόβι που χρησιμοποιείτο για ζωοτροφή.
                        [ετυμ. τουρκ. karmasa=ανακάτωμα].   

καρντάσ           καρντάσης, ο αδελφικός, ο καρδιακός φίλος.
                        [ετυμ.τουρκ.kardac].

καρσιλαμά       1. χορός αντικριστός σε γρήγορο ρυθμό, χορεύεται από δύο άτομα, άνδρα και γυναίκα ο ένας αντίκρυ στον άλλον 2. υποδοχή.
                        [ετυμ. τουρκ. karcilama <karci=αντίκρυ].

καρτάλ             καρτάλι, αρπακτικό πτηνό, αετός. η έκφραση «καρτάλ τεπέ» είναι ύψωμα ανατολικά του χωριού.
                        [ετυμ. τουρκ. kartal].

καρτάλτεπέ      τοποθεσία στο Βαμβακόφυτο. Σήμερα ονομάζεται Αετοφωλιά.           
[ετυμ.τουρκ.kartal+tepe(κορυφή,ύψωμα)=αετοκορυφή].
Επομένως και η περιοχή έπρεπε να ονομάζεται αετοκορυφή ή αετούψωμα.

καρτόν             χαρτόνι

κασαμπά          κωμόπολη και κατ΄επέκταση αγορά, παζάρι.
                        [ετυμ. τουρκ. kasaba].

κασάπιαν         χασάπης, κρεοπώλης.
                        [ετυμ. τουρκ. kasap].

κασκαβάλ        κασκαβάλι, κασέρι.
                        [ετυμ. τουρκ. kaskaval].

κασκαρίκα       καζούρα, φιάσκο, αστείο πάθημα από απερισκεψία, τέχνασμα
                        [ετυμ. ιταλ. cascare].

κασκέτο           καπέλο με γείσο.
                        [ετυμ. γαλ.casquette<casque].

κάσλιτσα          βήχας
                        [ετυμ. κάχληξ, καχλάζω].

κασμά              κασμάς, σκαπάνη, εργαλείο για σκάψιμο σε σκληρό έδαφος με σιδερένια κεφαλή, αξίνα.
                        [ετυμ. τουρκ. kazma].

κασμέτσ           τύχη, τυχερό, ριζικό, γραφτό.
                        [ετυμ. τουρκ. kismet].

κασ                  πες
                        [ετυμ. βουλγ. κάζι].

κάσσια             πολτός, είναι και είδος φαγητού

κατάλογότο      ο κατάλογος

καταντίσαχ       κατάντησα
                        [ετυμ.αρχ.ελλην.κατάντης>καταντώ].

καταφερτζία     καταφερτζής

κατιγκιτίζου     καθηγητής

κατηγκορίσαμ κατηγορώ
                        [ετυμ. ελλην. ρ. βουλγ. κατεγκοριζήραμ.]

κατ                   σαν, όπως.
                        [ετυμ. βουλγ. κατό].

κατράνj            πίσσα
                        [ετυμ. τουρκ.katran, ιταλ.catrame, αραβ. quatra].

κατσιαμάκ        είδος σούπας από καλαμποκίσιο αλεύρι.
                        [ετυμ. τουρκ. kacamak].

καφέ & καβέ    καφές
                        [ετυμ. τουρκ.kahve< αραβ.qahwah].

καφελ΄κ           μπρίκι για καφέ.
                        [ετυμ. καφέ+λούκι=τουρκ.kahve+oluk].

καφετζία          καφεπώλης
                        [ετυμ.τουρκ. kahveci].

καφενέ             καφενείο
                        [ετυμ. τουρκ. kahvehane<kahve=καφές].

καφέντσα         καφεδάκι
                        [ετυμ.τουρκ. kahve+το υποκ.βουλγ.τσα].

καφέτο             ο καφές (η κατάληξη –το- είναι βουλγ. άρθρο).

κβασ                προζύμι, μαγιά.
                        [ετυμ. βουλγ. κβασ, μαϊά, τουρκ. maya].

κβάτσκα           κλώσσα

κδαίρβαμ         εκδέρω, αφαιρώ δέρμα ή φλοιό.
                        [ετυμ. αρχ. εκδέρω].

κεζάπ               κεζάπι, υδροχλωρικό οξύ,  απορρυπαντικό πλυσίματος, χημική ουσία στερεάς μορφής διαλυτή στο νερό για καθαρισμό.
                        [ετυμ. τουρκ. kezzap].

Κελιμπάρj         το επώνυμο Κεχλιμπάρης.
{ετυμ. ελλην.κεχριμπάρι, ήλεκτρον].

κελεπούρj         κελεπούρι,χρήσιμο αντικείμενο που βρίσκει κάποιος τυχαία, ανέλπιστο εύρημα, απόκτημα σε φθηνή τιμή, ευκαιρία.
                        [ετυμ. τουρκ.kelepir].

κεμπάπ             είδος φαγητού, ψητό.
                        [ετυμ. τουρκ.kebap].

κεντέ                1.κύπελλο 2.τιποτένιος, παράσιτος
                        [ετυμ. τουρκ. pera+kende.]
Στη βουλγαρική γλώσσα κύπελλο=κάντσε, αλλά στο τοπ. ιδίωμα κάντσια είναι ένα αλουμινένιο μικρό στρογγυλό δοχείο(δες λ.).

κέππ-ια            κάπα, μανδύας, χοντρό επανωφόρι χωρικών από μαλλί προβάτου ή κατσίκας για προστασία από το κρύο.Από αυτό και το επώνυμο Κέππας.
                        [ετυμ. λατ. cappa, πιθανόν και από την αρχ. ελλην. σκέπη].

κεράσβαμ         κερνώ
                        [ετυμ. ελλην.κερνώ].

κερμιντάρκα    κεραμιδαρειό,κεραμιδάδικο, χώρος όπου κατασκεύαζαν κεραμίδια και τούβλα ή και άλλα πήλινα αντικείμενα με αργιλόχωμα ερυθρού χρώματος.

κερμίτσ &       
κερμίντα          κεραμίδα
                        [ετυμ.αρχ. κέραμος].

κεσάπj              λογαριασμός
                        [ετυμ. τουρκ .hesap].

κεσάτσ             κεσάτι, αναδουλειά, πτώση ή έλλειψη δραστηριότητας.
                        [ετυμ.τουρκ. kesat].

κεσέ                 κεσές, κούπα από πηλό, πλαστικό ή γυαλί, το μικρό πλαστικό δοχείο στο οποίο τοποθετείται γιαούρτι, ριζόγαλο, κρέμα.
                        [ετυμ. τουρκ. kese].

κεφ                 
(πληθ.) κέουβα  κέφι, ευθυμία, ευδιαθεσία.
                        [ετυμ. τουρκ. keyif].   

κεχαγιά            τιτλούχος της σουλτανικής αυλής, αξιωματικός ιππικού,επίτροπος, επιτηρητής. Στο τοπ.ιδ.αυτός που επιβάλλεται ως αρχηγός, δερβέναγας.
                        [ετυμ. τουρκ. kahya<περσ.kethuda].

κι                     θα ( βουλγ. στε: καντέ στε οτίντας; πού θα πάς; στο τοπ. ιδ. λέμε: καρέ κι ισς; Εδώ δεν έχουμε μια απλή παράφ-ραση των λέξεων, αλλά διαφορετικές λέξεις. Αυτό το συναντάμε πολύ συχνά στο γλωσσικό ιδίωμα του χω-ριού. Απόδειξη ότι είναι ένα τελείως ξεχωριστό ιδίωμα.).

κιάρ                 κέρδος
                        [ετυμ. τουρκ. kiar κ. kazanc<ελλην.κέρδος].

κι εβλογκίσα    θα ευλογήσει.

κι ίρα               θα πάει
                        [ετυμ. βουλγ. στε χόντι. Τώρα, πως μετατράπηκε το.. στε χόντι σε…κι ίρα, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του τοπικού μας ιδιώματος].

κιλίμ                κιλίμι, χειροποίητος υφαντός τάπητας, χαλί.
                        [ετυμ. περσ. kilim].

κιμά                 κιμάς
                        [ετυμ.τουρκ.kiymak=κόβω, κομματιάζω, βουλγ. καϊμά].

κιμέρ                κυρτό ξύλο αλετριού.
                        [ετυμ. τουρκ.kemer= ζώνη].

κιμπάρj            κιμπάρης,γενναιόδωρος,ειλικρινής και περήφανος άνθρωπος.
                        [ετυμ.τουρκ. kibar].

κιμπαρλίκj       ευγένεια, αξιοπρέπεια.
                        [ετυμ. τουρκ. kibarlik].

κινίσαμ            κινώ, ξεκινώ.
                        [ετυμ. ελλην.ρ.].

κι ντόμ             θα έρθω.
                        [ετυμ. βουλγ. στε ντόιντα (παραφρασμένη λ.)].

κιόρ                 τυφλός

κιορ κιτιούκ     μεθυσμένος, τύφλα.

κιούμ               πήλινος υδροσωλήνας.

κιούπι              πιθάρι, πήλινο αγγείο μεγάλων διαστάσεων με ευρύ στόμιο και μικρές λαβές.
                        [ετυμ.τουρκ. kiup ].

κι-ούρ              κιβούρι, φέρετρο αλλά και ο τάφος.
                        [ετυμ. μεσν. κιβούριον, μτγ. κιβώριον, ίσως αιγυπτιακής προέλευσης].           

κιουσπέτj         στενό δερμάτινο παντελόνι των παλαιστών, μαζεμένο μέχρι τα γόνατα και σφιχτά δεμένο στη μέση.

κιοφτέ              κεφτές
                        [ετυμ. τουρκ. köfte].

κιρκινές           κιρκινέζι, αρπακτικό πτηνό, είδος γερακιού.
                        [ετυμ. αρχ. κίρκος, ιέραξ>τουρκ. kerkenes].

κιρπίτσ             λασπότουβλο, άψητο πληθί από χώμα.
                        [ετυμ. αγν. ετύμου].

κισακάζι           θα ειπωθεί.
                        [ετυμ. τουρκ. kisacasi= με μια κουβέντα, με μια λέξη].

κισμέτ              κισμέτι, μοίρα, πεπρωμένο.
                        [ετυμ. τουρκ. kismet< αραβ. quismah].

κισσέ                γωνία
                        [ετυμ. τουρκ. köşe].

κιτάπ                βιβλίο ή τετράδιο που χρησιμοποιείται για σημειώσεις.
                        [ετυμ. τουρκ.kitap].

κιτιούκ             Λέγεται για μικρό και χοντρο κομμάτι ξύλου.
                        [ετυμ.τουρκ. küçük].

κίτσιο               όνομα γκριζωπών αλόγων. Στο νταρνακ. γλωσσ. κίρτσιο

κλάντνατσ        πηγάδι
                        [ετυμ. τουρκ. λ., βουλγ. κλάντενετσ].

κλάπα              σίδερο ή ξύλο που καρφώνεται ανάμεσα σε σανίδες.
                       [ετυμ. μτγν. πληθ. κλάπαι].

κλαπέ               βαλβίδα
                        [ετυμ. βουλγ. κλάπαν].

κλασ                ο στάχυς ο αποκλώμενος εκ του καλάμου(στέλεχος σίτου).
                        [ετυμ.αρχ. ελλην. κλάσις].

κλεπάλου         το σήμαντρο, η ξύλινη καμπάνα.
                        [ετυμ. ηχομιμητική λέξη από τον χτύπο κλαπ-κλαπ].

κλέπκα             ματοτσίνορο, ματόκλαδο, επίσης και με την έννοια νυστάζει.
                        [ετυμ. ηχομ. λ.].

κλέτβα             μτφ. ανίκανος, άχρηστος.
                        [ετυμ. βουλγ. κλέτβα=κατάρα;].

κλέτσκα           κλαδί, ξυλάκι.
                        [ετυμ. ελλην. κλάδος].

κλιούτσ            κλεις, κλειδί
                        [ετυμ. αρχ.ελλην.κλεις].

κλοσ                πτυχωτός         

κλύσμα             κλύσμα
                        [ετυμ.αρχ.ελλην.κλύζω=πλένω, καυθαρίζω].

κμετ                 δήμαρχος
                        [ετυμ. βουλγ. κμετ].

κνίγκα              βιβλίο ή χαρτί .
                        [ετυμ. ελλην. κόνιδα>βουλγ. κνίγκα=βιβλίο. Για το βιβλίο και το χαρτί  έχουμε στο ιδίωμά μας την ίδια λέξη, όμως το χαρτί στη βουλγ. γλωσ. είναι χαρτία, από την ελλην. λ. χάρτης.].

κόζα                 κατσίκι
                        [ετυμ.βουλγ. κόζα].

κόζια                πέτσα, δέρμα.
                        [ετυμ. βουλγ. κόζια].

κόι;                  ποιός;
                        [ετυμ. βουλγ. κόι].

Κοϊνάρα           Κονιάροι, οι οποίοι επί οθωμανικής κατοχής ήταν Τούρκοι γεωργοί ή ποιμένες, κάτοχοι αγροτικών εκτάσεων και βοσκοτόπων, σταλμένοι από το Ικόνιο της Μ.Ασίας σε ελληνικές περιοχές και αποτελούσαν  συγχρόνως και τα σώματα ασφαλείας των περιοχών που ζούσαν.

κόκαλ              κόκκαλο
                        [ετυμ. αρχ. ελλην. κόκκαλος με αρχική σημ. κουκούτσι].

κολ                  παλούκι
                        [ετυμ. αρχ. ελλην. σκόλοψ>σκολ>κολ].

κολάι               ευχέρεια, ευκολία, άνεση.
                        [ετυμ. τουρκ. kolay].

κολάκ              κουλούρα, βουλγ. γκεβρέκ=κουλούρι.

κολλάν             1. περιλαίμιο, κολάρο 2. ζώνη, ζωνάρι.
                        [ετυμ. γαλλ.collant<αρχ. κόλλα].

κολεκτίβα        σύλλογος, ομάδα

κολιάντου        το γόνατο.
                        [ετυμ. σλαβ. κολένο].

Κόλιου             Νικόλας

κόλj-ντια          κάλαντα, η παραμονή Χριστουγέννων.
                        [ετυμ. μτγν. καλάνδαι, λατιν. calendae = νεομηνία, στη βουλγ. κόλεντα = Χρισστούγεννα].

κόλκο              πόσο,
                        [ετυμ. βουλγ. κόλκο].

κόλκο πρ΄ια     πόσο κάνει , με την έννοια του… πόσο κοστίζει. Το πρ΄ια από την ελληνική λέξη πράττω, γι αυτό και στη μετάφραση το αποδίδουμε με τη λέξη… κάνει. Στη βουλγ. γλωσ. αποδίδεται με τη λέξη στρούβα, δηλ. κόλκο στρούβα =πόσο κοστίζει.

κολύμπα           καλύβα
                        [ετυμ. αρχ. καλύβη].

κομιτάτ(ο)        αντάρτικη ή επαναστατική πατριωτική οργάνωση που αγωνίζεται χρησιμοποιώντας βίαιες μεθόδους(επιθέσεις, σφαγές) για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών.
                        [ετυμ. ιταλ.comitato].

κομιτάκ            κομιτατζής, το μέλος του κομιτάτου, το ένοπλο μέλος του βουλγαρικού κομιτάτου.

κονj                 άλογο
                        [ετυμ. βουλγ. κονj, τουρκ.  at =άτι].

κοντίλ              κονδύλι, μολυβδοκόνδυλο.
                        [ετυμ.αρχ. ελλην. κόνδυλος].

κοντήρj            κοντήρι ή κρωντήρι αλλού, είναι ένα πήλινο σταμνάκι με ένα αφτί για χειρολαβή και ένα είδος βρυσούλας πάνω και γύρω από το στόμιο. Γνωστό είναι από την αρχαιότητα.
                        [ετυμ. αρχ. κρωντήριον].

κοντούρj          είδος ξύλινου αλετριού για άνοιγμα σειρών, ιδιαίτερα στη σπορά καλαμποκιού. Και στο γλωσσάρι των Καλών Δένδρων.(Σερραϊκό Ημερολόγιο 1976-σελ.92).

κοντσέ             κλωστή
                        [ετυμ. βουλγ. κονέτσ].

κόντσια            (μτφ.) αλογάκι
                        [ετυμ. τουρκ. konca=μπουμπούκι

κόπαν              κόπανος, χοντρό ξύλο πλατύ στο ένα άκρο με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα της μπουγάδας για να καθαρίσουν.
                        [ετυμ. αρχ. κόπανον<κοπή].

κόπτσια            κόπιτσα, μικρή πόρπη, θηλύκωμα.
                        [ετυμ. τουρκ. kopca].

κόρα                η εξωτερική σκληρή επιφάνεια του ψωμιού, πέτσα.
                        [ετυμ. σλαβ. κόρα].

κόρεν               ρίζα, αλλά και ρίζα με τον κορμό.
[ετυμ. τουρκ. kök<ελλην.κορμός].

κορίιτο             γούρνα, ποτίστρα ζώων.
                        [ετυμ. σλαβ. λ.]

κορίιτος           ονομασία δοχείου;

κόσα                μεγάλο δρεπάνι με λαβή που το χειρίζεται κανείς όρθιος.
                        [ετυμ. σλαβ. κόσα].

κοσιούλα         
κόσκα-ι            παιχνίδι με χωματένιους μικρούς βώλους.

κόσμια             μαλλιά κεφαλιού και του αραβοσίτου.
                        [ετυμ. βουλγ. κόσα<αρχ. ελλην. κόμη].

κοστούμj          κοστούμι, ανδρικό ένδυμα.
                        [ετυμ. ιταλ. costume].

Κοτζάμπασj     Αρχηγός Κοινότητας ή επαρχιακός άρχοντας επί τουρκοκρατίας, προύχοντας, αλλά και ο σατράπης, ο δερβέναγας.
                        [ετυμ. τουρκ. koca-basi].

κοτζιάμ            κοτζάμ, τόσο μεγάλος.
                        [ετυμ. τουρκ. kocaman].

κότκα               γάτα
                        [ετυμ. βουλγ. κότκα].

κοτορόκ           γάτος
                        [ετυμ. βουλγ. κοταράκ].

κοτσ                 τράγος, κριάρι.
                        [ετυμ.τουρκ. keci].

κοτσιάνj           κοτσάνι, μίσχος, κορμός φυτού.
                        [ετυμ. κοτσάνιον< κόψανον<αρχ. κόπτω,].

κότσκαρ           μικρό παιδί, παιδάριο, παιδαρέλι.
                        [ετυμ. βουλγ. κότσκαρ=γυναικάς].

κουβά              κουβάς, κυλινδρικό δοχείο με στενότερη βάση και φαρδύτερο χείλος με χερούλι για την άντληση ή μεταφορά νερού.
                        [ετυμ. τουρκ. kova].

κουβάβαμ        καρφώνω.
                        [ετυμ. βουλγ. πρικοβάβαμ].

κουβαρντά       χουβαρντάς, το να φέρεται κανείς με γενναιοδωρία, ανοιχτοχέρης.
                        [ετυμ. τουρκ. houvarda].

κουβαρνταλ΄κ  γενναιοδωρία, σπατάλη.
                        [ετυμ. τουρκ.hovardalik].

κουβάτσιου      πεταλωτής
                        [ετυμ. βουλγ. ποντκοβάβαμ=πεταλώνω].

κουβέτσ           δύναμη, κουράγιο.
                        [ετυμ. τουρκ. kuvvet]. 

κουί                 κατώι, υπόγειο.
                        [ετυμ. τουρκ. kuyu =πηγάδι].

κουκόσκα        κότα
                        [ετυμ. βουλγ. κοκόσκα, βλαχ. κουκότου=πετεινός].

κούκου             λέγεται με υβριστική διάθεση για μια απερίσκεπτη ενέργεια.
                        [ετυμ. ηχομ. λ.].

κουκουζιέλα     καρποί του βαμβακιού, κάψα που έχει 8-10 σπόρια που περιβάλλονται από λευκές ίνες.

κουκουμιάφκα κουκουβάγια
                        {ετυμ. ηχομ. λ. από τη φωνή του πουλιού].     

κουκούνκι        σαρμάδες

κουκουσσιάρνακ Πέτρινο κοίλο δοχείο με νερό για πότισμα των ορνίθων.
                        [ετυμ. βουλγ. κοκόσκα =κότα και τουρκ.canak=δοχείο άρα κοκόσκα+σανάκ=κοκοσιάρνακ κατά παράφραση.]

κουκουσίνα      ψείρα

κούλα              Σωρός από μικρές πέτρες ή χώματα σαν σημείο αναγνωρίσιμο, χαϊδευτικό του ονόματος Κυριακή, πύργος, φρούριο.
                        [ετυμ. τουρκ. kule].

κουλάι              κολάι, ευκολία, ευχέρεια, άνεση.
                        [ετυμ. τουρκ. kolay].

κουλίτσκα        καροτσάκι
                        [ετυμ. βουλγ. κολίτσκα].

Κούλτα            η Κούλα( μετά το λ έχουμε αποβολή του α και η κατάληξη -τα- είναι βουλγ. άρθρο,) το παλιό όνομα του γειτονικού χωριού Παλαιόκαστρο.
                        [ετυμ. τουρκ. kule=πύργος].

κουμ                ο κουμπάρος (γαμπρός) που νυμφεύτηκε.
                        [ετυμ. δες λ. κουμπάρτα].

κουμάρj           1. κουνούπι 2. τυχερό παιχνίδι με τραπουλόχαρτα, που παίζεται με χρήματα.
                        [ετυμ. τουρκ. kumar].

κουμαρτζία      κουμαρτζής, αυτός που παίζει επί χρήμασι τυχερά παιχνίδια, τζογαδόρος.
                        [ετυμ. τουρκ. kumarci].

κουμάντα         κουμάντο, διαχείριση, διοίκηση.
                        [ετυμ. ιταλ. comando].

κουμάρ            κουμάρι, τυχερό παιχνίδι
                        [ετυμ. τουρκ. kumar].

κουμάσ            1. ορνιθώνας 2. (μτφ.) άτομο χωρίς ηθικούς φραγμούς, περιορισμούς, κάθαρμα.
                        [ετυμ. μτγν. κουμάσι, το οίκημα των ορνίθων, τουρκ. kiumes].

κουμμάτj          κομμάτι
                        [ετυμ.ελλην.κομμάτιον<αρχ.κόμμα].

κουμίτσα          Η κουμπάρα(νύφη) που παντρεύτηκε, στη βουλγ. γλώσσα λέγεται κούμα, το κουμίτσα είναι δημιούργημα του τοπικού ιδιώματος.
                        [ετυμ. βλ. λ. κουμπάρτα].

κουμίτσιαν       1. κομιτατζής,  το μέλος του κομιτάτου, το ένοπλο μέλος του βουλγαρικού κομιτάτου 2. (μτφ). ο πολύ κακός ανθρωπος.
                        [ετυμ.τουρκ.komitaci<ιταλ.comitato].

κουμπάκ          πληθ. κουμπάτσι, ο καρπός του καλαμποκιού, αραβοσίτου.

κουμπάρτα       κουμπάρος
                        [ετυμ. βενετσ. compare, λατ. compater].

κουμπίλα          φοράδα

κουμσία           γείτονας
                        [ετυμ. τουρκ. komcu].

κούντιου          κοντός
                        [ετυμ. αρχ. κοντός].

κουντούρj        ζώο με κομμένη ουρά.
                        [ετυμ. ελλην. κοντός].

κουπάνα           σκάφη, (αρχ. σκάπτω), ξύλινο σκεύος για οικιακές εργα-σίες, το ίδιο και στο γλωσσ. της Νιγρίτας.
                        [ετυμ. λατ. cupa].

κουπάνκα         μικρή σκάφη.

κουπένj            σωρός
                        [ετυμ. μεσν. λ.].           

κουπέτσκα       βώλος χωμάτινος αγοραστός. Τα παιδιά έφτιαχναν βώλους από λάσπη και τους ξέραναν στον ήλιο. Οι βώλοι οι ψημένοι στο φούρνο και βαμμένοι ήταν αγο-ρασμένοι. Έτσι άλλαξε και η πραγματική έννοια της λέξης.
                        [ετυμ.βουλγ. κούποβαμ=αγοράζω+πέτσεν=ψημένος]

κουπόβαμ        αγοράζω
                        [ετυμ. βουλγ. κούποβαμ+παζαρούβαμ=αγοράζω].

κουπρίνα          μετάξι
                        [ετυμ. βουλγ. κοπρίνα].

κουρασάνj        είδος αμμοκονιάματος.
                        [ετυμ. τουρκ.horasan].

κουρέιτα          κουρέας
                        [αρχ. κουρεύς].

Κουρίιτα          1. ξηρότοπος, κορυφή 2. περιοχή βόρεια του Βαμ-βακοφύτου.
                        [ετυμ. τουρκ. kuru =ξηρός].    

κουρμιντάρκα  φαγητό από σκέτο κρεμμύδι και αλεύρι.
                        [ετυμ. κρομμύδιον, αρχ. κρόμμυον].

κουρμπάνj        σφαχτάρι για θυσία, ζώο που σφάζεται σε πανηγύρι.
                        [ετυμ. τουρκ. kurban].

κουρμπάτσ       κουρμπάτσι, ο βούρδουλας, το μαστίγιο.
                        [ετυμ. τουρκ. kirbac].

κουρμπέτj        1. η σκληρή και δύσκολη δουλειά γεμάτη βάσανα, η βιοπάλη 2. (μτφ.) η πιάτσα
                        [ετυμ. τουρκ. gurbet].

κουρντίσαν      είναι κουρδισμένος, είναι χορδισμένος, (μτφ.) είναι επηρεασμένος από κάποιον.
                        [ετυμ.αρχ.ελλην.χορδή].

κουρσιούμ        κουρσούμι, σφαίρα, βολίδα, βόλι.
                        [ετυμ. τουρκ. kurşun=σφαίρα].

κουσκούς         1. κουσκούσι, σιμιγδάλι από σκληρό σιτάρι ψιλοκομ-μένο (μέγεθος φακής), επίσης και το φαγητό, 2. (μτφ.) κουτσομπολιό.
                        [ετυμ. αραβ. kuskus].

κουσιούλα       βαμβακερή φανέλα.

κουσούρj         κουσούρι, χαρακτηριστικό και μόνιμο ελάττωμα, μειονέκτημα..
[ετυμ. τουρκ. küsur].

κούσπα            υπόλειμμα σουσαμιού κατά την παραγωγή λαδιού.

κουτάλj            σκεύος με το οποίο τρώγονται οι υγρές τροφές.
                        [ετυμ. μεσν. κουτάλιν<κύτος=κοιλότητα].

κουτουρού       απερίσκεπτα, στη τύχη, χωρίς υπολογισμό.
[ετυμ. τουρκ. goeturu].

κουτσ               σκύλος
                        [ετυμ. βουλγ. κούτσε (στο νταρνάκ. γλωσσ. κούτιου)].

κούτσαμ           κουτσαίνω

κούτσκα           σκύλα
                        [ετυμ. βουλγ. λ.]

κουτσαμπάσ     κοζάμπασης

κουτσία            κουτί, κυτίον.
                        [ετυμ. αρχ. κύτος].

κουτσιάν          κοτσάνι, το στέλεχος που συνδέει τον κορμό του φυτού με τα φύλλα και τους καρπούς,μίσχος.
                        [ετυμ. κοψάνιον<κόψανον<αρχ. κόπτω].

κράβα              αγελάδα
                        [ετυμ. σλαβ. κράβα, βουλγ.κράβα,κραβάρj=αγελαδάρης].

κράι                 άκρη
                        [ετυμ. βουλγ. κράι<ελλην.άκρη].

κρασνάκ          τσιγκελάκι για πλέξιμο.

κράσνιακ         γωνία ψωμιού.

κρασσίβα        όμορφος, ωραίος, α, ο, ευχάριστος.
                        [ετυμ. βουλγ. κρασίβα].

κράστα             ψώρα
                        [ετυμ. βουλγ. κράστα].

κρεβάτσ           κλίνη, κρεβάτι
                        [ετυμ. αρχ.ελλην. κράβ(β)ατος].

κρέμα               κρέμα
                        [ετυμ. ιταλ. crema].

κρέμεν             οι μικρές πέτρες της δοκάνας.

κρέστανοι        βαπτισμένοι χριστιανοί ή σταυρωμένοι.
                        [ετυμ. ελλην. Χριστός,  βουλγ.  κραστένιοι].

κριστιάνα         χριστιανοί

κρύαμ-κρύα     κρύβω-κρύβει
                        [ετυμ. αρχ. ελλην. κρύπτω].

κρίζα                κρίση, βουλγ. κρίζα.
                        [ετυμ. ελλην. λ.].

κρίου               στραβό
                        [ετυμ. βουλγ. ρ.].

κρομίτσ            κρόμμυον, κρεμμύδι. βουλγ. κρομίντ & λουκ. Στο τοπικό ιδίωμα λουκ=σκόρδο, ενώ σκόρδο βουλγ.=τζιέσιαν.
                        [ετυμ. κρομμύδιον<αρχ. κρόμμυον].

κρ΄σ                 σταυρός

κρόσνο            το αντί, κυλινδρικό ξύλο του αργαλειού, όπου τυλίγεται το ύφασμα-πανί.

κ΄- ρπα             μαντίλι
                        [ετυμ. βουλγ. κ΄ρπα].

κ΄- σι                κοντοί
                        [ετυμ. βουλγ. ρ.].

κιλίμ                υφαντός τάπητας.
                        [ετυμ.τουρκ.kilim<περσ.kilim].

Κωστάκj          Κωνσταντίνος, Κώστας, Κωστάκης.
 
Κώτσιο          Κώστας

(προσεχώς το γράμμα -λ-).